Ο Καζαντζάκης περιέγραφε τη ζωή ως έναν αγώνα για να εξελιχθεί το σκουλήκι σε πεταλούδα, να μετουσιωθεί το γήινο σε θεϊκό… Όπως ακριβώς ο Μίκης έγινε Θεός φεύγοντας!
«Έμαθα ότι οι άνθρωποι θα ξεχάσουν αυτό που τους είπες, θα ξεχάσουν αυτό που έκανες, αλλά δεν θα ξεχάσουν ποτέ πώς τους έκανες να νιώσουν» έγραφε η MayaAngelou.Αυτή η εσωτερική κινητοποίηση που δημιουργούν τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη έρχονται να την επιβεβαιώσουν. Είμαι σίγουρος πως απαιτεί πολλή σκέψη και χρόνο η περιγραφή των συναισθημάτων που νιώθουν οι ομοϊδεάτες του εμβληματικού συνθέτη κάθε φορά που ακούνε τον «Αντώνη». Παρομοίως για τους αλλοδαπούς, αυτή η έκσταση στις πενιές του Ζορμπά. Αλλά ακόμη και εκείνοι του «απέναντι» στρατοπέδου, πώς αλήθεια θα μπορούσαν να μείνουν απαθείς ακούγοντας τις μελωδίες της Όμορφης Πόλης, ή του Αστέρι μου, Φεγγάρι μου, που παρακινούν και τον πιο διστακτικό άνθρωπο σε απεγνωσμένα σάλτο μορτάλε -εδώ μιλάω εκ πείρας.
Τι είναι αυτό που κάνει ένα έργο μοναδικό -και άρα ζωντανό στην αιωνιότητα; Οπωσδήποτε η διείσδυση σε πιο εσωτερικά μονοπάτια, σίγουρα η αυθεντικότητα του έργου… Στην ανθρώπινη ιστορία όμως, έχουμε δει πάμπολλους δημιουργούς να μην καταφέρνουν τίποτε σημαντικό πέρα από ένα μνημειώδες έργο. Να είναι δηλαδή το αντίθετο του Μίκη Θεοδωράκη, εκεί όπου πέρα από τον Ζορμπά, υπάρχει μια γκάμα χωρών ή ηπείρων που αγαπά διαφορετικά έργα του. Στη Λατινική Αμερική και την Ασία φαίνεται να λατρεύουν τα επαναστατικά του, στην Ευρώπη τα μελωδικά του… Πώς όμως κατάφερε να βρίσκεται στην αιχμή του δόρατος της παγκόσμιας μουσικής σκηνής για τόσα πολλά χρόνια;
Τις τελευταίες ημέρες προσπαθώ να ακούσω τις μουσικές του Μίκη αποστασιοποιημένα, να τον διαβάσω αποστειρωμένος από συναίσθημα, να συνδέσω ιστορίες και προθέσεις, ιδέες και πράξεις, βιώματα και όνειρα. Προσπάθησα να τον αποσυνθέσω και να τον συνθέσω, όχι με τον υποκειμενικό μου τρόπο, αλλά με τις ιστορίες που εκείνος διηγείται. «Ελευθερία-Ελλάδα-Αγώνας» είναι το τρίπτυχο που τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο, που ορίζει την προσωπικότητά του -άρα και τη μουσική του.
Θα ήταν υπερβολή αν τον χαρακτηρίζαμε ως τον «εθνικό μας ψυχαναλυτή»; Για εκείνον θα μπορούσε να εφευρεθεί ένας νέος όρος, «ο γυμναστής συναισθημάτων» του οποίου οι μελωδίες του ενεργοποιούν νευρώνες άγνωστους πριν. Φυσικά και θα αδικούσαμε τους εαυτούς μας εάν ψάχναμε κάποιον άλλον συνθέτη, ηθοποιό ή συγγραφέα, που τα έργα ή ερμηνεία του να είναι τόσο μύχια και μαζικά, ταυτόχρονα. Μολονότι αυτή η ευκολία της διαχείρισης του θυμικού θα μπορούσε να τον κάνει επικίνδυνο, έναν χειριστικό λαϊκιστή που θα χρησιμοποιούσε το ταλέντο του προς ίδιον όφελος, το υπόβαθρό του δεν του επιτρέπει να παρεκκλίνει ούτε πόντο από όσα πρεσβεύει. Αυτό είναι που κάνει τον Θεοδωράκη μοναδικό: Το ηθικό του παράστημα είναι ακόμη πιο γιγαντιαίο και από τα 195 εκατοστά του κορμιού του, που έμοιαζε το καταλληλότερο κοντάρι για να περιφέρει την ακεραιότητα του ως σημαία. Αδέκαστος σε βαθμός παιδικότητας, ένας ρομαντικός που δοκίμαζε τα όρια της κυνικότητας των πανίσχυρων εχθρών του, ο Θεοδωράκης είχε μια διττή υπόσταση:όσο ενταγμένος στην φτωχή ελληνική κοινωνία έμοιαζε στην καθημερινότητά του, τόσο οτιδήποτε άλλο παρά γήινοςέδειχνε στο μεγαλείο του. Γελώντας αναρωτιόταν «με φαντάζεσαι εμένα στο Χόλιγουντ;» σε έναν δημοσιογράφο που του έκανε την ερώτηση, «Γιατί είπατε όχι στα πλουσιοπάροχα συμβόλαια των Αμερικανών;».
«Ο Θεοδωράκης λειτουργεί με ακρίβεια και με συνείδηση των πηγών του και των στόχων του» περιγράφει ο Μάνος Χατζιδάκις σε μια ραδιοφωνική εκπομπή που του αφιέρωσε. Το όραμά του ήταν ξεκάθαρο σε όλους, δεν κρύφτηκε, δεν διολίσθησε, δεν παραιτήθηκε ποτέ από εκείνο. Ούτε τα χρήματα, ούτε η δόξα κατάφεραν να μαγνητίσουν την πυξίδα του. Τα φάλτσα του ήταν τόσο λίγα, όσα πρέπουν σε έναν καλλιτέχνη του διαμετρήματός του, ίσα ίσα για να υπενθυμίζει αραιά και που πως είναι γήινος σαν όλους τους θαυμαστές τους.
Ο θρίαμβος έναντι των αντιπάλων του είναι αδιαμφισβήτητος και τον βιώνουμε σε όλο του το μεγαλείο αυτές τις ημέρες, κυρίως γιατί δεν χρησιμοποίησε τεχνάσματα, παρά μόνο τα δικά του όπλα: Τα αφηνιασμένα σόλο των μπουζουκιών του ήταν τελικά εκείνα που «αιχμαλώτισαν» τους ανθρώπους και όχι οι ριπές των πυροβόλων. Στις εμπνευσμένες μπασογραμμές του παραδόθηκαν και όχι στον μονότονο, ενίοτε τσιριχτό ήχο τωνερπυστριών.
Μοιάζει αναπόφευκτο -και ασφαλές, το συμπέρασμα πως στην περίπτωση του πληθωρικού καλλιτέχνη, ήταν ο άνθρωπος που όρισε το έργο και όχι το αντίθετο, όπως συνηθίζεται. Την ώρα που η ατάκα «διαχωρισμός του έργου από τον άνθρωπο» τείνει να πάρει διαστάσεις κλισέ, εκείνος δήλωνε τη λατρεία του στην αρχαία Ελλάδα γιατί περιείχε στον πυρήνα της τον άνθρωπο. Έτσι εξηγείται και γιατί ο Μίκης Θεοδωράκης έμοιαζε πάντοτε να μην κλειδώνει στην εποχή του. Θα πίστευα οποιονδήποτε υποστήριζε πως μας ήρθε από το μέλλον ή το παρελθόν.
Δημοσιογράφος / Συγγραφέας του βιβλίου The Unwanted Dead – The Shocking end of Zorba’s heretical author