Όταν προσκάλεσα για πρώτη φορά τον Νίκο Μαραντζίδη στην εκπομπή μου (“Επόμενη Μέρα”) στην ΕΡΤ, πριν μερικά χρόνια, ξίνισαν τα μούτρα αρκετών. “Μα, καλά, τον δημοσκόπο του Σκάϊ, έφερες;”, ήταν ισως το πιο “ευγενικό” από τα σχόλια που άκουσα. Προσωπικά, παρακολουθούσα με ενδιαφέρον την αρθρογραφία και τις αναλύσεις του πολιτικού επιστήμονα και καθηγητή του πανεπιστημίου Μακεδονία, μου άρεσε το μειλίχιο ύφος του, το λεπτό και συχνά ειρωνικό χιούμορ του, η Σαλονικιώτικη αύρα και η απάθεια απέναντι στην εχθροπάθεια. Και συνέχισα απτόητος να τον προσκαλώ, μέχρι που δειλά δειλά τον “ανακάλυψαν” και όσοι τον είχαν εξοστρακίσει -ένθεν κακείθεν.
Η συνεργασία του εργαστηρίου δημοσκοπήσεων του πανεπιστημίου με το κανάλι είχε μόλις διακοπεί (με παρασκήνιο που ελάχιστοι γνωρίζουν και εν μέσω …συντεχνιακών μαχαιρωμάτων), ο Μαραντζίδης είχε επιστρέψει στον προστατευμένο “βιότοπο” της συμπρωτεύουσας και από εκεί, με σχετική ασφάλεια, παρατηρούσε τις πολιτικές εξελίξεις στο κλεινόν άστυ. Σχεδόν πάντοτε “to the point”.
Ήταν η εποχή που “ανθούσε” το αντι-Σύριζα μέτωπο κι εκείνος μιλούσε, κόντρα στο ρεύμα, για τον μετασχηματισμό και την χειραφέτηση του Τσίπρα, και τις μικρές, ανεπαίσθητες και συχνά ανεπιτυχείς σοσιαλδημοκρατικές προσομοιώσεις. Αυτό προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερες αντιπάθειες διότι το στερεότυπο ήθελε την αναπαραγωγή της άποψης περί “Μαδούρων” και κατσαπλιάδων. Για πολύ καιρό ακροβατούσε ανάμεσα στην καχυποψία της μιας πλευράς ( ήταν, πάντοτε, ο “δημοσκόπος του Σκάϊ”), και στην ογκούμενη εχθρότητα της άλλης για τον διανοούμενο που δεν συμβάδισε με το ρεύμα.
Με την Συμφωνία των Πρεσπών, οι μεν ανακάλυψαν, αίφνης (τόσο καταλάβαιναν μέχρι τότε), έναν ad hoc σύμμαχο, οι δε τον κατέταξαν οριστικά στους αντιπάλους και στους μειοδότες. Η Θεσσαλονίκη -ας σημειωθεί αυτό- ουδέποτε τον διέγραψε, ακόμα κι όταν έγραφε για τον ΠΑΟΚ, τα εθνιστικά συλλαλητήρια, και επιβράβευε τον Κοτζιά. Ίσως διότι ένα μέρος των ανθρώπων της πόλης έχει ανατραφεί ανεκτικά με τους Σεφαραδίτες, τον Μοσκώφ, τον Χριστιανόπουλο, τον Πεντζίκη και τόσους άλλους σπουδαίους.
Πριν μερικούς μήνες τάραξε ξανά τα νερά όταν έγραψε για τον “καχεκτικό δικομματισμό”, την πιθανή αδυναμία, δηλαδή, του ΣΥΡΙΖΑ να υπερβεί την ηγεμονία του στην κεντροαριστερά και να την μετατρέψει σε σταθερό και αταλάντευτο εναλλακτικό πόλο που θα διεκδικεί και θα κερδίζει τις μάχες διακυβέρνησης.
Έγραψε τότε στην “Καθημερινή”: Υπό ορισμένες συνθήκες δεν θα απέκλεια να ζήσουμε μια κυριαρχία της Ν.Δ. τύπου CDU στη Γερμανία ή ακόμη και Χριστιανοδημοκρατίας στη μεταπολεμική Ιταλία, όπου η Ν.Δ. θα κυβερνά παρατεταμένα μόνη ή με τους συμμάχους της και με τον ΣΥΡΙΖΑ να παίζει τον ρόλο του Ιταλικού ΚΚ, δηλαδή ενός κόμματος που θα παγιώσει μεν ένα ποσοστό 25%-35%, αλλά απομονωμένο δεν θα μπορεί να κυβερνήσει. Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι κάποιοι εντός Ν.Δ. και ΚΙΝΑΛ εργάζονται προς αυτή την κατεύθυνση.
Κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ (όπως ο Νίκος Φίλης) αποκωδικοποίησαν γρήγορα την επισήμανση Μαραντζίδη, το άρθρο, δε, έγινε talk of the town στην Κουμουνδούρου. Από τη μία ο φόβος, από την άλλη η πικρή αλήθεια, δημιούργησαν ένα μοτίβο που επαναλαμβανόταν στις συζητήσεις στο περιβάλλον του Τσίπρα. Ακόμα, τότε, η πολιτική ηγεμονία Μητσοτάκη ήταν σχετικά αδιατάρακτη και το “καμπανάκι” έσπασε τη σιωπή και τη νιρβάνα των τάσεων.
Επανήλθε πρόσφατα, θέτοντας το ερώτημα τι θα κάνει ο Τσίπρας μετά από μία νέα εκλογική ήττα, αλλά και με την επισήμανση της ανάγκης μιας ευρείας εκλογής (από τη βάση) της ηγεσίας. Στα κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ αρκετοί ήταν εκείνοι που κοίταζαν το ταβάνι…
Και τις προάλλες, σε άρθρο του για την αναζήτηση της χαμένης συναίνεσης, αχνοφάνηκαν μάλλον κάποιες ψηφίδες ενός πιθανού -ή καλύτερα όχι απίθανου- μελλοντικού σκηνικού:
Είναι καιρός, λοιπόν, να αντιληφθούμε πως ένας αναλογικός νόμος (όπως αυτός που θα ισχύσει μόνο, δυστυχώς, για τις επόμενες εκλογές ή κάποιος άλλος παρόμοιας φιλοσοφίας) δεν δυσχεραίνει τη διακυβέρνηση, αλλά αντίθετα συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση συγκλίσεων. Επιτρέπει συνεργασίες μεταξύ συγγενών κομμάτων ή και μεγάλους συνασπισμούς αν χρειαστεί. Δίνει ρόλο στα μικρότερα κόμματα πέρα από το πετροβόλημα της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως γίνεται σήμερα.
Χρειάζεται, άραγε, να ξαναζήσουμε καταστροφικές κρίσεις και αδιέξοδα για να αντιληφθούμε την αναγκαιότητα αλλαγών στην εκλογική νομοθεσία προς την κατεύθυνση του αναλογικού συστήματος; Η συνετή απάντηση προφανώς είναι: όχι βέβαια!Εχουμε, λοιπόν, άμεση ανάγκη να αποδραματοποιήσουμε τις εκλογές. Μερικές μονάδες πάνω ή κάτω στις εκλογές ή ακόμη χειρότερα στις δημοσκοπήσεις δεν μπορούν να αποτελούν διαρκώς το μείζον ζήτημα της χώρας.
Όταν τελειώνει ο…έρωτας
Όσα κατά καιρούς γράφει ο Μαραντζίδης έχουν ενδιαφέρον. Όχι ως οι εντολές που παραδόθηκαν στον Μωϋσή και παραμένουν ακλόνητη και αξιωματική προσέγγιση των πραγμάτων, ούτε ως θέσφατα. Αλλά ως μία ανάγνωση της πραγματικότητας που εμπεριέχει και την πολιτική κουλτούρα του υπογράφοντος. Αλλά και πολλών ακόμα που δεν φωνασκούν και ίσως να μην ακούγονται ακόμα αρκετά. Μικρές γραφές που ταιριάζουν και στην ήπια κεντροδεξιά, και στην κεντροαριστερά. Βεβαίως, αυτά είναι ξένα στην δηλητηριώδη επικράτεια της πόλωσης ( για την πόλωση), συνιστούν, ωστόσο, τροφή για σκέψη σε ένα τμήμα της κοινωνίας που έχει κουραστεί από ένα πολιτικό σύστημα “big brother”.
Δεν θα τα λάβουν υπόψιν τους, φυσικά, οι “ταλιμπάν” της δεξιάς όχθης που επιθυμούν και επιδιώκουν την οριστική εξόντωση των αντιπάλων, ούτε οι φοβικοί θεωρητικοί της περίκλειστης αυθεντικότητας που εγκαταβιούν στην αριστερή όχθη. Και, επιπλέον, αυτή δεν είναι μια συζήτηση για φανερά και αφανή τρολ των υπογείων.
Στην τελευταία του καταγραφή, ο εκ Θεσσαλονίκης πολιτικός επιστήμονας ασχολείται με τον “κύκλο του έρωτα”. Έχοντας ζήσει στην πόλη που κάποτε τσακωνόταν για την “ερωτικότητά” της ο Χριστιανόπουλος με τον Μοσκώφ, δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να κάνει αλλιώς.
Τι λέει:
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτή η ΔΕΘ. Είναι η πρώτη στη φάση της πανδημίας και αυτό συνιστά ένα γεγονός από μόνο του. Βρισκόμαστε σε μια νέα φάση που ακόμα δεν μπορούμε να την πούμε «μετά πανδημία εποχή». Δεν υπάρχει μια αίσθηση κανονικότητας, όπως πιθανότατα θα ήθελαν κυβέρνηση και Μητσοτάκης, ως κλίμα. Επίσης, η κοινή γνώμη έχει ήδη κουραστεί, δεν βρισκόμαστε στην πρώτη φάση του ενθουσιασμού, του έρωτα της κοινής γνώμης με την κυβέρνηση.
Ο έρωτας (σ.σ για τον Μητσοτάκη και την κυβέρνηση) έχει τελειώσει. Το ερώτημα, λοιπόν, για τον πρωθυπουργό και τις εξαγγελίες του είναι αν μπορεί να δείξει ότι η φθορά που εμφανίστηκε στην εικόνα της κυβέρνησης και η πορεία φθοράς που αποτυπώνεται στην κοινή γνώμη μπορούν να αντιστραφούν, προκειμένου να ξανακερδίσει, αν όχι τον ενθουσιασμό, έστω ένα μέρος της κοινής γνώμης που δείχνει προβληματισμένο. Δεν είμαστε εκεί που θα ήθελε η κυβέρνηση σε σχέση με την πανδημία: σας θυμίζω ότι ο κύριος πρωθυπουργός είχε δηλώσει δυο-τρεις φορές ότι το καλοκαίρι αυτό θα έχουμε αφήσει πίσω τα προβλήματα της πανδημίας. Πράγμα που δεν συνέβη.
Και σημειώνει -ερωτώμενος σχετικά- για τον Τσίπρα:
Θα του έλεγα ότι έχει ανάγκη από αμφίπλευρη διεύρυνση, διότι τα κόμματα εξουσίας πρέπει να πηγαίνουν και προς τις δύο κατευθύνσεις. Ναι, πρέπει να κινηθεί προς το Κέντρο, εντάσσοντας κεντροαριστερές δυνάμεις, αλλά δεν αρκεί μόνον αυτό, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να κινηθεί και προς τα αριστερά του. Αναφέρομαι σε ανθρώπους και δυνάμεις που έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ την εποχή του τρίτου μνημονίου, κάποιους που φλερτάρουν με τον ΣΥΡΙΖΑ από τα αριστερά, με ευαισθησίες για το περιβάλλον, τα ανθρώπινα δικαιώματα κ.ο.κ. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να διευρυνθεί προς την Κεντροαριστερά, χωρίς να χάσει τα στοιχεία της ριζοσπαστικότητάς του. Ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να γίνει απλώς ένα νέο ΠΑΣΟΚ. Αυτή είναι μια συνταγή εύκολη μεν, αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι αρκεί… Πρέπει να γίνει πιο επαγγελματικός και πιο αποτελεσματικός. Να δείξει στην κοινή γνώμη ότι είναι ικανός να κυβερνήσει, έχει τα στελέχη να κυβερνήσει και έχει και ένα σοβαρό σχέδιο διακυβέρνησης. Και το δεύτερο που θα έλεγα είναι ότι πρέπει να γίνει ένα κόμμα πολύ πιο ανοιχτό. Δεν μπορεί στη σημερινή εποχή να είναι ένα τόσο μικρό και κλειστό κόμμα. Σπάνια κόμματα εξουσίας είναι τόσο μικρά οργανωτικά. Αυτό, ανάμεσα στα άλλα, σημαίνει ότι θα πρότεινα ο ηγέτης, ο Αλέξης Τσίπρας ή ο επόμενος, να εκλεγεί από τη βάση του κόμματος και όχι από μια διαδικασία συνεδρίων και αντιπροσώπων. Να ακολουθήσει τα βήματα των μεγάλων κομμάτων σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Σε αυτή την συνέντευξη (iefimerida.gr), ο Μαραντζίδης προβλέπει μερικά πράγματα: Εκλογές μέσα στο 2022, σε εξαιρετικά πολωτικό κλίμα που θα επιδιώξει ο πρωθυπουργός αλλά και πιθανή ήττα του Τσίπρα.
Πάλι δεν θα αρέσει αυτό σε αρκετούς στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως δεν θα αρέσει στο Μέγαρο Μαξίμου η άποψη περί έρωτος που έχει παρέλθει οριστικά και ανεπιστρεπτί. Απέχουν όλα αυτά από την πραγματικότητα που βλέπουμε οι περισσότεροι χωρίς τα παραμορφωτικά γυαλιά του οπαδού; Μάλλον όχι. Γι αυτό κι έχουν αξία όσα επισημαίνει. Δεν είναι ο μόνος, υπάρχουν κι άλλοι…