Η ύφεση που ακολούθησε την πανδημία της COVID-19 οδήγησε τους ευρωπαίους ηγέτες σε πρωτοφανή και φιλόδοξη απάντηση με στόχο την ανάκαμψη και τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας των οικονομιών. Η απόφαση χρήσης κοινών δημοσιονομικών μέσων σε μεγάλη κλίμακα -Ταμείο Ανάκαμψης, πρόγραμμα SURE- αποδεικνύει περίτρανα ότι η νομισματική ένωση, η τραπεζική ένωση και η ένωση κεφαλαιαγορών δεν είναι από μόνες τους αρκετές για την απορρόφηση των ασύμμετρων κραδασμών και την ανάκαμψη των οικονομιών, όπως ισχυρίζονται κυρίως οι νεοφιλελεύθεροι και ο ευρωπαϊκός Βορράς. Αλλά θα πρέπει, τουλάχιστον σε περιόδους κρίσης, να συμπληρώνονται από κατάλληλα κοινά δημοσιονομικά εργαλεία.
Αυτό άλλωστε υποστηρίζουν και φέρνουν στο προσκήνιο των συζητήσεων για την περαιτέρω εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής ενοποίησης μεγάλοι ευρωπαϊκοί και διεθνείς οργανισμοί, όπως το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο και η ΕΚΤ.
Τα δημοσιονομικά μέσα που υιοθετήθηκαν μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, αν και αποδεικνύονται ήδη ανεπαρκή, αποτελούν ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Είναι γι’ αυτό κρίσιμο, να μην χαθεί το momentum. Να αξιοποιηθούν τα διδάγματα της πανδημίας, ώστε να αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος. Να ξεπεραστούν τα ταμπού και η άρνηση των «φειδωλών» της ΕΕ που οδήγησαν σε καταστροφικές, για τις οικονομίες και τις κοινωνίες, πολιτικές λιτότητας, ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό Νότο. Κόντρα στη γραμμή Σόιμπλε, που καλεί σε ταχεία επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία – θέτοντάς την, μάλιστα, ως προϋπόθεση για την κοινωνική ειρήνη στην Ευρώπη!- θα πρέπει να στραφούμε προς μια πραγματική ευρωπαϊκή ενοποίηση, δομικό στοιχείο της οποίας θα συνιστά η σταδιακή δημιουργία κεντρικής δημοσιονομικής ικανότητας στην ευρωζώνη.
Τι σημαίνει, όμως, στην πράξη αυτό; Πρόκειται για την ανάγκη δημιουργίας μιας μόνιμης λειτουργίας μακροοικονομικής σταθεροποίησης στην ευρωζώνη, τη δημιουργία, δηλαδή, δημοσιονομικών μηχανισμών αποφυγής και αντιμετώπισης κρίσεων, οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα σταθεροποιητικής επέμβασης στα κράτη-μέλη που αντιμετωπίζουν ασύμμετρους κλυδωνισμούς, αναγνωρίζοντας τη σημασία των επενδύσεων σε περιόδους μεγάλων οικονομικών διαταραχών.
Θα πρέπει, γι’ αυτό να επιταχυνθούν οι διαπραγματεύσεις (Συμβούλιο, Κομισιόν, Ευρωκοινοβούλιο) για τη θέσπιση δημοσιονομικών μηχανισμών, ομοίων με εκείνων που υιοθετήθηκαν για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, αλλά με μόνιμα χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα, η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού συστήματος αντασφάλισης ανεργίας ή ενός μηχανισμού ασφάλισης έναντι διακυμάνσεων του οικονομικού κύκλου (rainy day fund / cyclical shock insurance) ή ακόμη και για πιο φιλόδοξες πρωτοβουλίες, όπως η δημιουργία ενός ειδικού, διακριτού προϋπολογισμού της ευρωζώνης και η θέσπιση του ρόλου ενός ευρωπαίου Υπουργού Οικονομικών.
Η χρηματοδότηση τέτοιων κοινών δημοσιονομικών μέσων θα γίνεται, μέσω της έκδοσης κοινών χρεογράφων (ευρωομολόγων) και μέσω νέων, αποδοτικών και δίκαιων ευρωπαϊκών ίδιων πόρων, όπως ο φόρος επί του πλούτου, ο φόρος επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και η φορολόγηση των ψηφιακών γιγάντων, οι οποίοι κερδίζουν τεράστια ποσά από την ευρωπαϊκή αγορά, συμβάλλοντας ελάχιστα στα δημόσια ταμεία των ευρωπαϊκών χωρών και της ΕΕ.
Φυσικά, οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να συνοδευτούν από την απλοποίηση και τη βελτιστοποίηση των κανόνων του δημοσιονομικού πλαισίου. Η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης είχε ξεκινήσει ήδη πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας. Απλά η πανδημία ήρθε να επιβεβαιώσει τους επικριτές των αυστηρών και δογματικών αριθμητικών δημοσιονομικών κανόνων και να αποδείξει, για ακόμη μια φορά, ότι το ισχύον και σε αναστολή ως το τέλος του 2022 ‘Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης’ (ΣΣΑ) έχει ήδη ξεπεραστεί από την πραγματικότητα.
Οι κανόνες του ΣΣΑ δεν μπορεί να είναι ένα ένδυμα ενιαίου μεγέθους, αλλά πρέπει με ευελιξία, να λαμβάνουν υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση κάθε κράτους. Έτσι, η επικείμενη συζήτηση για την αναθεώρησή του, θα πρέπει να συμπεριλάβει τη διαφοροποίηση των στόχων ανά χώρα και τη διαφοροποίηση των κανόνων για τις δημόσιες δαπάνες, προτεραιοποιώντας και εξαιρώντας από τον υπολογισμό του ελλείμματος – και συνεπώς από την όποια υποχρέωση μείωσής τους – όσες δαπάνες συμβάλλουν π.χ. στην αναπτυξιακή δυναμική των κρατών-μελών, ιδίως δε, εκείνες που συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και στην καταπολέμηση της ανεργίας.
Η υφιστάμενη αρχιτεκτονική της ΟΝΕ αδιαμφισβήτητα παρακωλύει την ικανότητα διατύπωσης και προάσπισης του κοινού οικονομικού συμφέροντος της ΕΕ και της ζώνης του ευρώ ειδικότερα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να οξύνονται ολοένα και περισσότερο, και το ζούμε ήδη έντονα, τόσο οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών, όσο και οι περιφερειακές ανισότητες εντός αυτών, ιδίως σε περιόδους κρίσης.
Δεδομένου ότι οι μεγάλες κρίσεις ξεπερνιούνται μόνο αν αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που τις δημιούργησαν, η πανδημία θα πρέπει να αξιοποιηθεί ως μια ευκαιρία για την εκκίνηση, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενός δημόσιου διαλόγου, στον οποίον θα συμμετάσχει το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, των κοινωνικών φορέων και του επιστημονικού δυναμικού, με συγκεκριμένες θέσεις και προτάσεις για τη δημιουργία μόνιμων εργαλείων, τα οποία θα ενισχύσουν τη δημοσιονομική ικανότητα της ευρωζώνης.
Σε αυτόν τον διάλογο οι αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης οφείλουν να πρωτοστατήσουν με συγκεκριμένες προτάσεις. Η τελική έκβαση αυτού του διαλόγου και ο τελικός συμβιβασμός που θα επιτευχθεί, είναι προφανές ότι θα επηρεαστεί από το ποια κυβέρνηση θα προκύψει στην Γερμανία μετά την 26η Σεπτέμβρη. Γι’ αυτό και οι τελευταίες ανακατατάξεις στον συσχετισμό των δυνάμεων και το ανοιχτό ενδεχόμενο να βρεθούν οι Χριστιανοδημοκράτες στην αντιπολίτευση, μετά από πολλά χρόνια, έχει εξαιρετική σημασία. Όχι μόνο για την Γερμανία, αλλά για όλη την ΕΕ.
- Ο Δημήτρης Παπαδημούλης είναι Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, συντονιστής της Ευρωομάδας της Αριστεράς (Τhe Left) στην Επιτροπή Προϋπολογισμών (BUDG), σκιώδης εισηγητής για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, το Ταμείο Ανάκαμψης και τον Προϋπολογισμό της ΕΕ για το 2021 και το 2022.