Ο μεγάλος του γιουγκοσλαβικού, του σερβικού και του ευρωπαϊκού μπάσκετ, Ντούσαν Ίβκοβιτς, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών.
Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς γεννήθηκε στο Crveni Krst, μια γειτονιά του Βελιγραδίου από αστική οικογένεια. Από μικρός ακολουθούσε σε κάθε δραστηριότητα τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Σλόμπονταν που όλοι τον αποκαλούσαν “Πίβα”.
Μαζί τρύπωναν στη σοφίτα του πατρικού τους σπιτιού και έπαιζαν με τις ώρες, ο Πίβα τον μύησε στο πάθος για την εκτροφή περιστεριών, ο Πίβα του εμφύσησε καιτο δεύτερο πάθος του, το μπάσκετ.
Ο πατέρας τους, ένας αυστηρός νομικός με στιβαρές αρχές και τετράγωνη λογική, στην αρχή διαφωνούσε με την ενασχόληση των αγοριών του με το μπάσκετ, η κλίση του Πίβα όμως, ήταν σαφής.
Επρόκειτο για έναν καλλιτέχνη του αθλήματος, έναν άνθρωπο που διείδε στο μπάσκετ μια ευκαιρία ανοίγματος των οριζόντων του και στην ουσία έπεισε και το μικρό αδελφό του να παρατήσει την πυγμαχία και να ασχοληθεί κι εκείνος με την πορτοκαλί μπάλα.
Ανέκαθεν ο κατά έξι χρόνια μεγαλύτερος αδελφός ήταν ο φάρος της ζωής του Ντούσαν Ίβκοβιτς. Τον θαύμαζε, ήταν το role model που ακολουθούσε πιστά και εμπιστευόταν περισσότερο από κάθε άλλον στα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Ο Ντούντα εντάχθηκε λίγο πριν κλείσει τα 15 του στα μικρά τμήματα της Ραντνίτσκι στο Βελιγράδι.
Ο μικρός ψήλωνε συνεχώς, ήδη από εκείνη την ηλικία είχε ξεπεράσει το 1,80μ. (έφτασε το 1,88μ) και εξ αιτίας της αντίληψης που είχε για το παιχνίδι αγωνιζόταν στη θέση του play maker.
Παράλληλα, βέβαια, ο πατέρας του, που θεωρούσε το μπάσκετ κάτι σαν άθλημα των αδύναμων, ήταν άτεγκτος όσον αφορά στην πλήρη ακαδημαϊκή κατάρτιση του γιου του.
Σε ένα δύσκολο περιβάλλον, όπως εκείνο της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο, το πανεπιστήμιο ήταν πάντοτε ο πρώτος στόχος για κάθε οικογένεια.
Ο Ντούσαν κατόρθωσε και συνδύασε με επιτυχία και την ενασχόληση με το μπάσκετ, αγωνιζόμενος για πάνω από μια δεκαετία με τα χρώματα της ΚΚ, αλλά και τη μόρφωσή του, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου ακριβώς στο διάστημα που η Γιουγκοσλαβία διένυσε την πιο παραγωγική περίοδό στη σύγχρονη ιστορία της και σε οικονομικό και σε πολιτικό επίπεδο.
Ο Γιόζιπ Μπροζ “Τίτο” είχε μετατρέψει το βαλκανικό κράτος σε βιομηχανική δύναμη της Ευρώπης και μαζί με τα άκρως ανταγωνιστικά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο προϊόντα, αναπτύχθηκε και μια άλλου τύπου βιομηχανία, εκείνη της παραγωγής αθλητών και προπονητών.
Είναι η περίοδος που γεννήθηκε και η μεγάλη των πλάβι σχολή, η σχολή από την οποία “αποφοίτησε” ο Ντούσαν Ίβκοβιτς.
Ο αδερφός Πίβα ήδη έχτιζε το μύθο του σαν head coach της Ραντνίτσκι, με την οποία έκανε το απίστευτο και κατέκτησε το Πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας το 1973.
Είχε σχεδόν επαναπροσδιορίσει το άθλημα στη χώρα, ασχολούμενος κυρίως με τα τμήματα υποδομής και πιστεύοντας με θέρμη πως το μπάσκετ ανήκει στα νιάτα και στα αθλητικά προσόντα.
Ακριβώς την ίδια οπτική είχε και ο Ντούντα κι όταν ένας έτερος μεγάλος του σέρβικου μπάσκετ, ο Ράνκο Ζεράβιτσα, του πρότεινε να αφήσει τα τμήματα υποδομής της Ραντνίτσκι και να πάει στην Παρτιζάν, ο Ίβκοβιτς δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ.
Αποφάσισε να κολυμπήσει στα βαθιά πριν κλείσει τα 35, να προβιβαστεί από assistant του αποχωρήσαντος Ζεράβιτσα, σε head coach μαζί με τον Μπόρισλαβ Τσόρκοβιτς.
Ο Ίβκοβιτς βρέθηκε σε πολύ νεαρή ηλικία να προπονεί μπασκετμπολίστες του μεγέθους του Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς, του Ντράζεν Νταλίπαγκιτς, του Ντράγκαν Τόντοριτς, του Μίοντραγκ Μάριτς, του Μπόμπαν Πέτροβιτς, του Αρσένιε Πέσιτς, του Μιλένκο Σάβοβιτς.
Σαν ονόματα μπορεί να μη λένε πολλά στο εγχώριο μπασκετικό σύμπαν, πρόκειται όμως για θρύλους του ευρωπαϊκού μπάσκετ, για ανθρώπους που έχουν γράψει την ιστορία της Παρτιζάν τη δεκαετία που το γιουγκοσλαβικό οικοδόμημα έθετε τις βάσεις για να αναρριχηθεί στις κορυφές του παγκόσμιου χάρτη.
Παρότι νέος και χωρίς παραστάσεις σε υψηλό επίπεδο, ο Ίβκοβιτς ανταπεξήλθε και κατόρθωσε με εκείνον τον γαλαξία αστέρων να πραγματοποιήσει το πιο ονειρεμένο ντεμπούτο σαν rookie coach. Η Παρτιζάν του κατέκτησε όλους τους τίτλους, διαλύοντας τους πάντες στο διάβα της.
Ειδικότερα η κατάκτηση του Κυπέλλου Κόρατς εναντίον της ιταλικής Arrigoni Rieti στη Χάλα Πίονιρ πανηγυρίστηκε δεόντως και το da volim crno bele ηχούσε στα αυτιά των κατοίκων της πρωτεύουσας για πολλές μέρες μετά από τον τελικό εκείνου του Μαρτίου του 1979 στο Βελιγράδι.
Το νταμπλ στις εγχώριες διοργανώσεις ήταν το κερασάκι στην τούρτα για την ανερχόμενη δύναμη του ευρωπαϊκού μπάσκετ, ίσως στο δυσκολότερο, πιο τεχνικό και πιο τακτικό πρωτάθλημα όλης της Ευρώπης.
Η φιλοσοφία του Ίβκοβιτς βασιζόταν κατά κύριο λόγο στην οργάνωση.
Ανέκαθεν εκτιμούσε ότι για να λειτουργήσει σωστά μια ομάδα ανθρώπων, πρέπει γύρω τους να υπάρχουν σταθερές, να ισχύουν κανόνες, να είναι κατανοητό σε άπαντες ότι πρώτα έρχεται το συμφέρον του συνόλου και κατόπιν οι ατομικές επιδόσεις.
Το ανήσυχο πνεύμα του και η εμμονή στην εφαρμογή της νεωτεριστικής φιλοσοφίας του τον κράτησαν μόλις μια διετία στον πάγκο της Παρτιζάν, που δεν άντεξε το γεγονός ότι ήταν εκείνος που έδειξε την πόρτα της εξόδου στα ιερά τέρατα Κιτσάνοβιτς και Νταλιπάγκιτς, προκειμένου να ξεκινήσει η παραγωγή των επόμενων πρωταθλητών.
Την πόρτα του τη χτύπησαν πολλοί, εκείνος προτίμησε να παραμείνει μερικούς μήνες άνεργος, προτού επικοινωνήσει μαζί του ο Ανέστης Πεταλίδης για λογαριασμό του Άρη, στον οποίο η παρουσία ήταν βραχύβια, αφού δεν ταίριαξε ποτέ με τη νοοτροπία του συλλόγου.Επέστρεψε γρήγορα στην πατρίδα του, όπου τον περίμενε με ανοιχτές αγκάλες η Ραντνίτσκι, το δεύτερο σπίτι του Πίβα, του μέντορα και πολυαγαπημένου αδελφού του που αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας.
Η κατάσταση του αδελφού του έχει επιδεινωθεί, η όρασή του ειδικά τη νύχτα είχε γίνει πολύ ασθενής. Η παρουσία του Ντούντα στο Βελιγράδι βοήθησε και τον μεγαλύτερο αδελφό να βρει τη γαλήνη του, να ασχοληθεί με τους περιστερώνες, να αφοσιωθεί στην οικογένειά του.
Στη Ραντνίτσκι το περιβάλλον για τον Ντούντα είναι το ιδανικότερο, ασχολείται με τα μικρά παιδιά, διδάσκει το μπάσκετ που του αρέσει και αργότερα χαρακτηρίστηκε ως “σχολή Ίβκοβιτς”. Πρόκειται για ένα πολύ γρήγορο και αθλητικό μπάσκετ, με μοναδική σταθερά τον ψηλό και όλους τους υπόλοιπους να έχουν τη δυνατότητα να αγωνιστούν σε όλες τις θέσεις της πεντάδας.
Ο Ίβκοβιτς αποφασίζει να κάνει ένα πολύ επίπονο rebuilding που κοστίζει στη Ραντνίτσκι την παραμονή στην κατηγορία, η ομάδα τερματίζει προτελευταία με πέντε νίκες σε 22 παιχνίδια και υποβιβάζεται.
Είναι η θρυλική σεζόν 1982/83, η χρονιά του θαύματος της Μπόσνα Σεράγεβο του Σβέτισλαβ Πέσιτς, που κατέκτησε τον τίτλο με εκείνη την περίεργη απόφαση της Ομοσπονδίας της Γιουγκοσλαβίας να επαναληφθεί το καθοριστικό παιχνίδι με τη Σιμπένκα ενός νεαρού διαβόλου, του Ντράζεν Πέτροβιτς.
Είναι και η πρώτη χρονιά που οι δρόμοι του νεαρού και αυθάδους Κροάτη συναντώνται με εκείνους του 40χρονου πια Ντούσαν Ίβκοβιτς.
Στην Πανεπιστημιάδα του Έντμοντον στον Καναδά, ο Ίβκοβιτς είναι ο head coach των νεαρών Γιουγκοσλάβων και εκπλήσσεται από το ταλέντο του νεαρού αγοριού από το Σίμπενικ.
Ο 19χρονος Πέτροβιτς τρέχει, σκοράρει, πασάρει, παίρνει πρωτοβουλίες και καθοδηγεί μια ομάδα γεμάτη μελλοντικούς σταρ του ευρωπαϊκού μπάσκετ όπως ο Τσβετίτσιανιν, ο Ζίζιτς, ο Περάσοβιτς, ο Σουνάρα, ο Γκρμπόβιτς.
Είναι η πρώτη επαφή του Ντούντα με τα εθνικά κλιμάκια, γίνεται αντιληπτό ότι η Ομοσπονδία εμπιστεύεται επάνω του ένα πρότζεκτ πολύ φιλόδοξο.
Εκείνη η Γιουγκοσλαβία του Πέτροβιτς, σε ένα απίστευτο τουρνουά στον Καναδά, κατακτά το αργυρό μετάλλιο (για να γίνει αντιληπτό, οι Αμερικανοί είχαν παρατάξει μια ομάδα με Μπάρκλεϊ και Μαλόουν και τερμάτισαν τρίτοι), λυγίζοντας στη δύναμη της έδρας των Καναδών.
Ο Ίβκοβιτς έχει ήδη πάρει μια πρώτη γεύση από τη νουβέλ βαγκ του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ, επιστρέφει στο Βελιγράδι και προς έκπληξη όλων δεν αφήνει τη Ραντνίτσκι, ακολουθώντας την και στη χαμηλότερη κατηγορία.
Την ξαναπροβιβάζει στην πρώτη κατηγορία, λατρεύεται σαν Θεός στην Ουστάνιτσκα, την περιοχή όπου το μικρό γηπεδάκι της Ραντνίτσκι, το “Σούμιτσε”, έχει γνωρίσει ανεπανάληπτες στιγμές υπό τον Πίβα, φτάνοντας ακόμη και μέχρι τον τελικό του κυπέλλου πρωταθλητριών εναντίον της θρυλικής Καντού.
Έναν χρόνο αργότερα όμως, είναι αδύνατον να παραμείνει στο Βελιγράδι, όταν καλείται να αναλάβει τη Σιμπένκα, την ομάδα εκείνου του μικρού “διαβόλου” που τα έκανε όλα μέσα στο γήπεδο.
Διαδέχεται τον Βλάντο Τζούροβιτς στον πάγκο της πιο ταλαντούχας ομάδας της Γιουγκοσλαβίας, μιας ομάδας που πλην Ντράζεν, είχε στο ρόστερ της αθλητές όπως ο Ίβιτσα Ζούριτς, ο Ζίβκο Λιουμπόγεβιτς, ο Μίλαν Ζέτσεβιτς, ο Σρέτεν Τζούριτς.
Με το που καταφθάνει στην Dvorana Baldekin, ενημερώνεται ότι ο Ντράζεν και ο Ζούριτς αποχωρούν για την Τσιμπόνα, τη μεγάλη ομάδα της Κροατίας.
Για πολλοστή φορά, η αποστολή του Ντούντα είναι το χτίσιμο από την αρχή, η παραγωγή αθλητών, η οργάνωση μιας ομάδας που γυρίζει σελίδα.
Παρά την αποψίλωση, κατορθώνει και τερματίζει έκτος σε ένα τρομερά ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, το οποίο ασφαλώς και κατακτά η Τσιμπόνα, με διαφορά 10 βαθμών από τον δεύτερο Ερυθρό Αστέρα.
Την επόμενη σεζόν κάνει το θαύμα του, βελτιώνει ακόμη περισσότερο την ομάδα, τερματίζει τέταρτος, πάνω από Παρτιζάν, πάνω από Γιουγκοπλάστικα, πάνω από τον Ερυθρό Αστέρα και φτάνει μέχρι τα ημιτελικά των play offs, αποκλείοντας την Παρτιζάν.
Επαναλαμβάνει τον άθλο και την επόμενη σεζόν, που είναι και εκείνη που τον παγιώνει στις κορυφαίες φυσιογνωμίες των πάγκων για τη γείτονα χώρα και του χαρίζει και την κλήση από την Ομοσπονδία για τον πάγκο της μεγάλης Εθνικής, στο πλευρό του Κρέζιμιρ Τσόσιτς.
Η Σιμπένκα του Ίβκοβιτς ξανατερματίζει τέταρτη, αποκλείει και πάλι σε μια συγκλονιστική σειρά την Παρτιζάν και λυγίζει μόνο απέναντι στην Τσιμπόνα του Ντράζεν στα ημιτελικά.
Η πορεία της όμως δεν περνά απαρατήρητη και ο Κρέζο αποκτά έναν πολύ προικισμένο assistant στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Ισπανίας, το καλοκαίρι του 1986.
Οι Γιουγκοσλάβοι, στο τουρνουά όπου ο κόσμος θαύμασε δύο εξωγήινους σκόρερς, τον Νίκο Γκάλη και τον Ντράζεν Πέτροβιτς, αποκλείονται μετά από ένα συγκλονιστικό παιχνίδι με τους Σοβιετικούς, έχασαν με 91-90 στην παράταση και αρκέστηκαν στο χάλκινο μετάλλιο.
Είναι σαφές, όμως, ότι έρχεται η ώρα τους. Ο Ντούντα, για πρώτη φορά στην καριέρα του, ασκεί παράλληλα καθήκοντα και συμπληρώνει τρίτη σεζόν στην ίδια ομάδα.
Εν όψει του Ευρωμπάσκετ της Αθήνας, οδηγεί τη Σιμπένκα στην πέμπτη θέση στο πρωτάθλημα της σεζόν 1986/87, αλλά αποκλείεται στον προημιτελικό των play offs από τον μετέπειτα φιναλίστ Ερυθρό Αστέρα.
Ο στόχος ήταν εξ αρχής το καλοκαιρινό Ευρωμπάσκετ της Αθήνας, το τουρνουά που για τους Γιουγκοσλάβους ήταν η ευκαιρία για τη “ρεβάνς” απέναντι στους Σοβιετικούς. Υπολόγιζαν όμως χωρίς τον Γκάλη.
Η Γιουγκοσλαβία του Τσόσιτς και του Ίβκοβιτς βρίσκει τοίχο στον οίστρο της εθνικής Ελλάδας, χάνει δύο φορές και περιορίζεται στην άβολη τρίτη θέση και το χάλκινο μετάλλιο. Η αποτυχία εκτιμήθηκε ως παταγώδης.
Η Ομοσπονδία αποφασίζει να πάρει δραστικά μέτρα και την ώρα που ο Ίβκοβιτς έχει μετακομίσει στο Νόβι Σαντ και έχει αναλάβει το πρότζεκτ της Βοϊβοντίνα, ανακοινώνει ότι ο Τσόσιτς παύεται από ομοσπονδιακός αναλαμβάνει το πόστο ο πρώτος βοηθός του, ο Ντούσαν Ίβκοβιτς.
Ο Ντούντα παραλαμβάνει ένα τρομακτικό national pool, μια φουρνιά μοναδική στα χρονικά του ευρωπαϊκού μπάσκετ: Ντράζεν Πέτροβιτς, Βλάντε Ντίβατς, Τόνι Κούκοτς, Ντίνο Ράτζα, Σάσα Τζόρτζεβιτς, Ζάρκο Πάσπαλι, Στόγιαν Βράνκοβιτς, Ντάνκο Τσβετίτσιανιν, Γκόραν Γκρμπόβιτς, Φράνιο Αράποβιτς, Ζόραν Τσούτουρα, Ζέλικο Ομπράντοβιτς, Ζντράβκο Ραντούλοβιτς, είναι μόνο ορισμένα από τα ονόματα που προκαλούσαν τρόμο σε κάθε αντίπαλο.
Είναι απίστευτο, αλλά ο Ίβκοβιτς είναι ο προπονητής που έχει αναλάβει το rebuilding της Βοϊβοντίνα στη β’ κατηγορία και ταυτόχρονα προπονεί την καλύτερη Γιουγκοσλαβία όλων των εποχών, την ομάδα-καρπό της απίστευτης δουλειάς που έγινε τη δεκαετία του ’70 και επί της ουσίας καθαγίασε την μεγάλη των πλάβι σχολή.
Με συνοπτικές διαδικασίες, ανεβάζει τη Βοϊβοντίνα και το καλοκαίρι έρχεται η μεγάλη ώρα της Σεούλ, η ώρα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Η Γιουγκοσλαβία του Ίβκοβιτς αποδίδει ένα πολύ μοντέρνο μπάσκετ, μια μίξη ταλέντου και τακτικής πειθαρχίας, στο παρκέ η αρμονία είναι μοναδική, το μπάσκετ που παρακολουθούμε είναι βγαλμένο από άλλον αιώνα.
Οι Γιουγκοσλάβοι διαλύουν τους Σοβιετικούς στην πρεμιέρα, προκρίνονται άνετα πρώτοι από τον όμιλό τους, καθαρίζουν για πλάκα Καναδούς και Αυστραλούς σε προημιτελικά και ημιτελικά και στον τελικό περιμένουν ξανά τους Σοβιετικούς.
Τους σταματάει και πάλι το θαύμα της φύσης, ο Άρβιντας Σαμπόνις, που συνεπικουρούμενος από τον Σαρούνας Μαρτσουλιόνις διαλύει πάσα αμφιβολία για την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου.
Παρά την ήττα με 76-63, ο Ίβκοβιτς θεωρείται επιτυχημένος και η Ομοσπονδία εκδίδει ανακοίνωση τονίζοντας ότι είναι αμετακίνητος.
Οι παίκτες τον αγαπούν γιατί είναι δίκαιος, ξέρει πολύ καλά να κρατά τις ισορροπίες στο εσωτερικό μιας πολύ δύσκολης ομάδας και υπόσχεται ότι στο Ευρωμπάσκετ του Ζάγκρεμπ, η ομάδα δεν θα είναι απλώς έτοιμη, αλλά σαρωτική.
Αφού διεκπεραιώνει την πρώτη σεζόν της Βοϊβοντίνα στη μεγάλη κατηγορία, οδηγώντας την στην 9η θέση και την άνετη σωτηρία, εκείνον τον Ιούνιο στο Ζάγκρεμπ συνδυάζει θέαμα και ουσία, απελευθερώνει τον λατρεμένο από το κοινό Πέτροβιτς (που εν τω μεταξύ έχει μετακομίσει στη Ρεάλ Μαδρίτης) και κατακτά το χρυσό μετάλλιο, κερδίζοντας τους πάντες με πάνω από 20 πόντους διαφορά.
Στον τελικό συναντά την Εθνική Ελλάδας που είχε “αδειάσει” από τον θρυλικό ημιτελικό με τη Σοβιετική Ένωση και το 81-80 με το τρίποντο του Φάνη και την υψωμένη γροθιά του Γκάλη.
Οι Γιουγκοσλάβοι κερδίζουν άνετα με 98-77, είναι το πρώτο χρυσό του Ίβκοβιτς, το πρώτο και για τη νουβέλ βαγκ του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ που πλέον δεν αποτελείται από αμούστακα παιδιά, αλλά από άνδρες έτοιμους να κατακτήσουν ακόμα και το ΝΒΑ.
Την επόμενη χρονιά, για μόλις έναν βαθμό δεν βάζει τη Βοϊβοντίνα στην τετράδα, η δουλειά όμως ήδη είχε γίνει.
Ο Ίβκοβιτς για πολλοστή φορά είχε παραλάβει μια ομάδα που ήταν στα πρόθυρα του μαρασμού και την οδήγησε στις κορυφές του γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος. Η αποστολή στο Νόβι Σαντ είχε ολοκληρωθεί.
Το καλοκαίρι έρχεται η παγκόσμια καταξίωση. Η Γιουγκοσλαβία τίθεται επικεφαλής του ομίλου στο Σάντα Φε, στο Μουντομπάσκετ της Αργεντινής, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού της την κόντρα με τους Σοβιετικούς.
Ξεπερνά εύκολα τα εμπόδια του πρώτου γύρου, αλλά στο δεύτερο βρίσκεται ενώπιον ενός ομίλου-μνημείο στο παγκόσμιο μπάσκετ: Ελλάδα, Βραζιλία του Οσκάρ και οι Σοβιετικοί.
Η ομάδα του Ίβκοβιτς είναι εντυπωσιακή, δεν αφήνει περιθώρια σε κανέναν. Δυσκολεύεται μόνο απέναντι στην Εθνική μας, την οποία κερδίζει μόλις με 10 πόντους διαφορά. Τους Σοβιετικούς τους διαλύει με 100-77 σε μια αποθέωση του επιθετικού μπάσκετ.
Στο Λούνα Παρκ του Μπουένος Άιρες έρχεται η απόλυτη καταξίωση και ο λόγος που οι Αμερικανοί αποφάσισαν να σταματήσουν να σνομπάρουν τις διεθνείς διοργανώσεις, αποστέλλοντας αποστολές με αμούστακα παιδιά από τα κολέγια.
Οι Γιουγκοσλάβοι τους κερδίζουν με τους δικούς τους όρους, με το σκορ ψηλά, υπερισχύοντας σε τεχνικά και σε αθλητικά προσόντα. Το τελικό 99-91 αδικεί την ομάδα του Ίβκοβιτς, ο μεγάλος Κέννυ Άντερσον παραδέχεται μετά από το τέλος του ημιτελικού ότι ήταν αδύνατον να σταματήσουν μια τόσο καλοκουρδισμένη μηχανή γεμάτη ταλέντο.
Ο τελικός της 19ης Αυγούστου του 1990 είναι μια εποποιία. Γιουγκοσλαβία-Σοβιετική Ένωση 92-75, στην τελευταία μεγάλη μάχη των δύο μεγάλων ευρωπαϊκών συνομοσπονδιών.
Στην άλλοτε νουβέλ βαγκ του Ντούντα έχουν απλώς προστεθεί ο Άριαν Κόμαζετς, ο Ζόραν Σάβιτς και ο Γιούρι Ζντοβτς.
Όλοι οι υπόλοιποι είναι εκεί, πιστοί στρατιώτες του Ίβκοβιτς. Ορισμένοι τον βλέπουν σαν πατέρα, άλλοι σαν δάσκαλο, κάποιοι και σαν φίλο όπως ο Βλάντε Ντίβατς.
Παρότι Σέρβος και με το γιουγκοσλαβικό ζήτημα να υποβόσκει, οι Κροάτες -προεξέχοντος του Ντράζεν- τον λατρεύουν.
Εκείνος τους μεγάλωσε μπασκετικά, αυτός τους έδειξε τα μυστικά για το σωστό τέμπο στο παιχνίδι, ο “σοφός” τους δίδαξε το παιχνίδι του μέλλοντος, οδηγώντας πολλούς ακόμη και στις πεντάδες πρωτοκλασάτων ομάδων του ΝΒΑ.