Το παιχνίδι είναι σχετικά απλό. Και εξόχως κερδοφόρο: Οι ελληνικές τράπεζες δανείζονται αφειδώς και πάμφθηνα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να στηρίζουν την πραγματική οικονομία και την αγορά να ανακάμψει από την πανδημία.
Παρ΄ότι «junk» οι ίδιες – εκτός επενδυτικής βαθμίδας, όπως και το ελληνικό Δημόσιο -, επωφελούνται από την έκτακτη αναστολή των κανόνων που τις άφηνε εκτός ποσοτικής χαλάρωσης και έχουν πρόσβαση στην απεριόριστη ρευστότητα της ΕΚΤ με αρνητικό επιτόκιο – περίπου 1,5%.
Κοινώς, η ΕΚΤ αντί να εισπράττει η ίδια τόκο, τις δανείζει και τις πληρώνει επιπλέον και με 1,5%. Προς χάριν της ανάκαμψης πάντοτε, της διοχέτευσης ρευστότητας στην αγορά και της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων – μικρών, μεσαίων και μεγάλων.
Οι τράπεζες όμως, αντί να δανείζουν τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις προτιμούν είτε να κρατούν το ρευστό «παρκαρισμένο» – έχοντας ήδη αποκομίσει κέρδος 1,5% -, είτε να δανείζουν το ελληνικό Δημόσιο. Η τελευταία εκδοχή είναι ακόμη πιο συμφέρουσα διότι, ενώ έχουν δανειστεί με αρνητικό επιτόκιο, οι αποδόσεις των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου τους δίνουν και επιπλέον κέρδος 3%. Η πίστωση, δε, είναι μηδενικού ρίσκου διότι το Δημόσιο είναι σίγουρο ότι θα αποπληρώσει – κι ακόμη κι εάν δεν αποπληρώσει, τα ομόλογά του θα τα ξαναγοράσει η ΕΚΤ, ακόμη και ως «junk».
Κάπως έτσι, από τα περίπου 50 δις ευρώ που έχουν πάρει από την ΕΚΤ οι τράπεζες στην περίοδο της πανδημίας, η μερίδα του λέοντος έχει πάει σε δανεισμό του ελληνικού Δημοσίου. Και ό,τι δεν έχει πάει εκεί, έχει πάει σε δάνεια προς ελάχιστες, μεγάλες επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε τον Ιούλιο η «Καθημερινή», το ένα τρίτο της τραπεζικής χρηματοδότησης μονοπωλούν 680 μεγάλες επιχειρήσεις, επί συνόλου 821.000 σε όλη την ελληνική επικράτεια: Αυτές οι 680 επιχειρήσεις είχαν το καλοκαίρι υπόλοιπα δανείων στις τράπεζες ύψους 24,4 δις ευρώ, ενώ ένα σύνολο 59.800 μικρομεσαίων επιχειρήσεων είχαν αντίστοιχα υπόλοιπα δανείων ύψους 41,4 δις ευρώ.
Το μοντέλο είναι καθαρό: το «πάρτι» του φθηνού χρήματος αφορά μόνον τους μεγάλους, οι μικροί είναι εξ ορισμού αποκλεισμένοι από την χρηματοδότηση, και όλο αυτό ορίζεται πλέον ως νέο «παραγωγικό μοντέλο» της χώρας. Αποκτά, δε, και κυβερνητική αιγίδα και επεκτείνεται στον μεγάλο «κουμπαρά» – στα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Από τις 821.000 επιχειρήσεις της ελληνικής επικράτειας οι 800.000 (με βάση την έκθεση Πισσαρίδη) είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις – απασχολούν δηλαδή από 0 έως 9 εργαζόμενους. Από αυτές περισσότερες από 400.000 ανήκουν στις… πολύ-πολύ μικρές, είναι δηλαδή είτε μονοπρόσωπες, είτε απασχολούν έως 2 με 3 εργαζόμενους. Κατά τον πρώην υφυπουργό Οικονομικών Γιώργο Ζαββό ανήκουν στην κατηγορία των «ζόμπι» που δεν πρέπει να δικαιούνται πρόσβαση σε ρευστότητα. Κατά τον νυν υπουργό Ανάπτυξης Αδωνι Γεωργιάδη ανήκουν στην κατηγορία εκείνη που «στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν έχουν πρόσβαση στις τράπεζες, τι να κάνουμε τώρα;».
Επί της ουσίας, και οι δύο το ίδιο είπαν: ότι, απλά, όσα «ζόμπι» δεν συγχωνευτούν και δεν εξαγοραστούν, δεν θα ζήσουν για να δουν την επόμενη μέρα της πανδημίας – εάν δεν τα έκλεισε ήδη ο κορονοϊός, θα βάλουν λουκέτο μόνα τους. Και για όσους δεν κατάλαβαν, το είπε ακόμη πιο καθαρά ο πρωθυπουργός από την ΔΕΘ και το υπουργείο Οικονομικών στην συνέχεια. Εξαγγέλλοντας ο μεν πρώτος ειδικό πακέτο κινήτρων για συγχωνεύσεις και εξαγορές (μείωση κατά 50% του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου κ.λ.π.), και ορίζοντας το δεύτερο επίσης τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές ως ένα από τα πέντε κριτήρια επλεξιμότητας για την πρόσβαση των επιχειρήσεων στα χαμηλότοκα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Στο δια ταύτα, πρόσβαση για τους μικρούς στα 32,5 δις του Ταμείου Ανάκαμψης δεν θα υπάρξει, εκτός εάν «συγχωνευθούν» – κοινώς, πουληθούν.
Κατά την κυβερνητική οπτική τούτο επιβάλλει το νέο «σύγχρονο» και « «ευρωπαϊκό» αναπτυξιακό πλαίσιο, κατά την έκθεση Πισσαρίδη είναι αναγκαία συνθήκη διότι «η κυριαρχία μονοπρόσωπων και πολύ μικρών επιχειρήσεων αποτελεί κυρίαρχο και προβληματικό χαρακτηριστικό».
Ο πρώτος μύθος είναι πως το μοντέλο είναι «ευρωπαϊκό». Η ίδια η Κομισιόν ήταν εκείνη που είχε ζητήσει από την ελληνική κυβέρνηση αλλαγές στο εθνικό σχέδιο ανάκαμψης, έτσι ώστε να έχουν μεγαλύτερη και ευκολότερη πρόσβαση στις χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης περισσότερες επιχειρήσεις.
Ο δεύτερος μύθος είναι πως η Ελλάδα έχει συντριπτικά πολλές μικρές επιχειρήσεις. Το ποσοστό τους φθάνει στο 96,9% του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων της χώρας, έναντι 93% που είναι κατά μέσο όρο το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Τα προβλήματα των ελληνικών μικρών επιχειρήσεων είναι όντως πολλά και διαρθρωτικά, αλλά το βασικό δεν είναι ο αριθμός τους.
Ο τρίτος μύθος είναι πως εάν αυτές οι επιχειρήσεις συγχωνευθούν ή εξαγοραστούν «θα μεγαλουργήσουν», όπως δήλωσε επίσης ο Αδωνις Γεωργιάδης. Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις απασχολούν το 62% του συνολικού εργατικού δυναμικού του ιδιωτικού τομέα. Με δεδομένο ότι παγκοσμίως ουδεμία συγχώνευση και εξαγορά διασφάλισε ποτέ τις προϋπάρχουσες θέσεις εργασίας – το αντίθετο παγίως συνέβη -, από αυτό το 62% μάλλον θα γεννηθεί η επόμενη στρατιά των «ζόμπι» που θα εκτελούνται στον βωμό της ανάπτυξης, μετά την πανδημία…