Η επιχειρούμενη, για μία ακόμη φορά, με αφορμή τις φασιστικές επιθέσεις στα ΕΠΑΛ της δυτικής Θεσσαλονίκης, επίκληση της λεγόμενης «θεωρίας των δύο άκρων» με την εξίσωση της ακροδεξιάς Χρυσής Αυγής με την αριστερά (και κυρίως την ΚΝΕ, άλλων αριστερών οργανώσεων αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ) έχει ως πρότυπο την οργανωμένη προσπάθεια του περασμένου αιώνα για την εξίσωση του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού των ναζιστών με τον ρωσικό επαναστατικό σοσιαλισμό των μπολσεβίκων. Και σίγουρα δεν την ανακάλυψε ο… Άγγελος Συρίγος!
Η εν λόγω προσπάθεια εξομοίωσης των δύο πολιτικών καθεστώτων και συστημάτων αποτέλεσε μια διαδεδομένη προπαγανδιστική πρακτική, η οποία προήλθε από τον δυτικό κόσμο και ειδικότερα από τις ΗΠΑ και έτυχε ευρείας διάδοσης, αλλά και αποδοχής σε παγκόσμιο επίπεδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η εξίσωση ναζιστών και μπολσεβίκων στηρίζεται σε μια σκόπιμα επιφανειακή αξιολόγηση, που σκόπιμα φρόντισε να αναδείξει κάποιες υπαρκτές «αντιδημοκρατικές» ομοιότητες και να υποβαθμίσει τις πολύ περισσότερες και πολύ μεγαλύτερες ουσιαστικές διαφορές, που υπήρξαν ανάμεσα στα δύο καθεστώτα.
Σε μερικές από τις πιο βασικές αυτές διαφορές θα αναφερθούμε εδώ, με την διευκρίνιση πως η παράθεση των πεδίων ή σημείων διαφοράς γίνεται χωρίς να τηρείται απαραίτητα απόλυτη ιεραρχική σειρά προτεραιότητας:
1) Ο φυλετικός ρατσισμός: Ο εθνικοσοσιαλισμός είχε ως κεντρικό και επίσημο δόγμα ένα συγκεκριμένο διπολικό φυλετικό ρατσισμό. Ο ρατσισμός αυτός χαρακτηριζόταν αφενός μεν από την ανάδειξη της καθαρότητας και την υπεροχής των Γερμανών, ως μελών της Άριας φυλής και κληρονόμων του αρχαίου ελληνορωμαικού πνεύματος-πολιτισμού, αφετέρου δε από την προβολή και εκδήλωση του αντισημιτισμού, γύρω από τον οποίο οικοδομήθηκε ένα πανίσχυρο προπαγανδιστικό πλέγμα κινδυνολογίας και δαιμονολογίας. Ταυτόχρονα επιχειρήθηκε να αποκτήσει ο φυλετικός ρατσισμός ένα είδος επιστημονικής βάσης, με την επίκληση και χρήση της επιχειρηματολογίας του λεγόμενου «κοινωνικού δαρβινισμού».
Σημειωτέον πως η πολιτική του έντονου φυλετικού ρατσισμού των ναζί δεν περιορίστηκε μόνο στον αντισημιτισμό. Ανάλογη στάση επέδειξαν απέναντι και στους μπολσεβίκους κατά το διάστημα πριν από την σύναψη και μετά την ακύρωση του συμφώνου Ribbentrop-Molotov του 1939. Ιδιαίτερα μετά την εισβολή των Γερμανών στη Ρωσία οι Ρώσοι χαρακτηρίζονταν ως «σλάβοι υπάνθρωποι» και τα στρατεύματα τους ως «ασιατικές ορδές», αποτελούμενες από βαρβάρους ταραχοποιούς, μέλη μιας κατώτερης και απολίτιστης ανθρώπινης φυλής. Ταυτόχρονα οι Γερμανοί παρουσίαζαν τους εαυτούς τους ως τους μόνους ικανούς στην Ευρώπη να γλιτώσουν την γηραιά ήπειρο από την σοβιετική μάστιγα.
Αντίθετα οι μπολσεβίκοι δεν υιοθέτησαν ρατσιστικές ιδεολογικές θέσεις ή πρακτικές. Οι θέσεις του σοσιαλισμού για κοινωνική δικαιοσύνη και τερματισμό της ανθρώπινης εκμετάλλευσης δεν επέτρεπαν την καλλιέργεια και ανάπτυξη τέτοιων αντιλήψεων. Οι φυλετικές διακρίσεις δεν αποτέλεσαν ποτέ στοιχείο της συγκροτημένης επαναστατικής /σοβιετικής πολιτικής. Στη Σοβιετική Ένωση υπήρχαν και συμβίωναν πυκνοί πληθυσμοί διαφορετικής φυλετικής προέλευσης, χωρίς το γεγονός αυτό να αποτελέσει ουσιαστικό πρόβλημα για το καθεστώς.
2) Ο εθνικιστικός χαρακτήρας: Ο εθνικοσοσιαλισμός είχε ένα έντονα εθνικιστικό περιεχόμενο και ένα έντονα επεκτατικό προσανατολισμό, που είχαν διαμορφωθεί κάτω από ιδεαλιστικές και ρομαντικές επιδράσεις. Η εθνική ενότητα και αυτάρκεια, καθώς και τα γερμανικά ιδεώδη περί ανάγκης απόκτησης αχανούς εθνικού ζωτικού χώρου και περί δεδομένης εθνικής πολιτισμικής υπεροχής ήταν τα κυρίαρχα στοιχεία του.
Αντίθετα τον ρωσικό κομμουνισμό δεν διέκρινε ποτέ παρόμοιο εθνικιστικό πνεύμα. Μέλημα των μπολσεβίκων ήταν καταρχάς η ανασυγκρότηση μιας χώρας, που αποτελούσε μίγμα πολλών εθνοτήτων και η οποία έψαχνε να βρει περισσότερο μια ενιαία κοινωνική (παρά μια ενιαία εθνική) ταυτότητα. Είχαν ξεκάθαρα διεθνιστικές θέσεις, που τάσσονταν υπέρ ανάλογων επαναστατικών δράσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό, πάντως, δεν σημαίνει πως πρέπει να υποτιμηθεί το στοιχείο της πατριωτικής υπόστασης, που επιδείχθηκε κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ιδίως κατά την γερμανική εισβολή.
3) Η αντιμετώπιση και δικαιολόγηση των Πολέμου: Τα δύο καθεστώτα αντιμετώπισαν διαφορετικά τους διεθνείς πολέμους και ιδιαίτερα τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Για τον εθνικοσοσιαλισμό ο πόλεμος αυτός αποτελούσε ένα δίκαιο εθνικό αγώνα, μια αναπόφευκτη εθνική ανάγκη, που εντασσόταν σε μια προσπάθεια αναζήτησης «ζωτικού χώρου», ενός πάγιου γερμανικού αιτήματος. Ο πόλεμος ήταν η επιθυμητή λύση, που θα αποκαθιστούσε την εθνική αδικία του «Μεγάλου Πολέμου» και της Συνθήκης των Βερσαλλιών σε βάρος των Γερμανών και ταυτόχρονα θα ανταποκρινόταν στις επιταγές των καιρών για μια νέα υγιέστερη διεθνή τάξη πραγμάτων, με πρωταγωνίστρια τη Γερμανία του Χίτλερ. Για τον λόγο αυτό ο Χίτλερ συνέδεσε άμεσα τις πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις με την προστασία των γερμανικής καταγωγής κατοίκων που ζούσαν σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Για τους μπολσεβίκους ο πόλεμος ήταν μια μη αναγκαία και ανεπιθύμητη επιλογή, που απέβαινε σε βάρος των λαικών στρωμάτων. Έτσι την επικράτηση της επανάστασης ακολούθησε η άμεση απεμπλοκή της Ρωσίας από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο αρχικά το τσαρικό καθεστώς είχε πρωταγωνιστήσει. Αλλά και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θεωρήθηκε μια ιμπεριαλιστική επιλογή ταξικού χαρακτήρα, που απέβλεπε στην διευκόλυνση της κυριαρχίας των διεθνών καπιταλιστικών συμφερόντων. Βέβαια μετά την γερμανική εισβολή σε σοβιετικό έδαφος ο πόλεμος απέκτησε για τους Ρώσους μια πιο οικουμενική διάσταση, αφού το μέλλον μιας απελευθερωμένης από τον φασισμό Ευρώπης αναγνωρίστηκε ως κρίσιμη προτεραιότητα.
4) Ο κοινωνικός μετασχηματισμός: Στον κοινωνικό τομέα ο εθνικοσοσιαλισμός, παρά την αρχική λεκτική εκδήλωση κάποιων ριζοσπαστικών προθέσεων, γρήγορα αντιλήφθηκε πως έπρεπε να αποφύγει τις συγκρούσεις με τις διάφορες κοινωνικές τάξεις της Γερμανίας και εν γένει την επιβολή ριζικών κοινωνικών αλλαγών. Προτίμησε λοιπόν να συμμαχήσει με το μεγάλο κεφάλαιο, με το οποίο συνδέθηκε με σχέσεις αλληλοεξυπηρέτησης.
Παράλληλα φρόντισε να καθησυχάσει την αστική τάξη, πείθοντας την πως οι αξίες και τα συμφέροντα της κινδύνευαν μόνο από τον κομμουνισμό και, ως εκ τούτου, ο καλύτερος εγγυητής της διάσωσης τους ήταν ο ίδιος ο Χίτλερ που δεν θα επέτρεπε την εξάπλωση σοσιαλιστικών κινημάτων. Αγρότες, νεολαία, μεσαία και μικρομεσαία στρώματα αποτέλεσαν, θεωρητικά, αντικείμενο ενδιαφέροντος και προσοχής του ναζιστικού καθεστώτος, χωρίς όμως το κοινωνικό επίπεδο τους να παρουσιάσει κάποια ουσιαστική βελτίωση.
Με τον τρόπο αυτό ο Χίτλερ πίστευε πως θα εξασφαλιζόταν στο διηνεκές μια ευρύτατη αναγκαία εθνική ενότητα και κοινωνική συσπείρωση, από τις οποίες εξαιρούσε μόνο τους γερμανούς κομμουνιστές.
Έτσι, λόγω της αυξημένης-εξαιτίας του πολέμου- ανάγκης σφυρηλάτησης ενότητας τα μεγάλα και χρόνια κοινωνικοοικονομικά προβλήματα της Γερμανίας παρέμειναν άθιχτα.
Αντίθετα στον επαναστατικό ρωσικό σοσιαλισμό οι κοινωνικές αλλαγές υπήρξαν εμφανείς και ριζικές. Η κυριαρχία της αστικής τάξης, των ευγενών και του μεγάλου κεφαλαίου έπαψε, μολονότι δεν εξαλείφθηκε αμέσως κάθε δυνατότητα ιδιωτικής δραστηριότητας. Η υλοποίηση των κοινωνικοοικονομικών αλλαγών και η ενσωμάτωση στη κοινωνία νέων νοοτροπιών και στάσεων απασχόλησαν πολύ έντονα τους μπολσεβίκους, δεδομένης και της πολύ άσχημης οικονομικής κατάστασης της χώρας. Το προλεταριάτο βρέθηκε πλέον στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του καθεστώτος.
Ειδικότερα η αντιμετώπιση των αγροτών αποτέλεσε κλασσικό παράδειγμα διαφορετικής αντίληψης και πρακτικής μεταξύ των δύο καθεστώτων. Ο ναζισμός ποτέ δεν θέλησε να αποκοπεί ο παραδοσιακός γερμανός αγρότης από τις υγιείς ρίζες της ιδιοκτησίας του, της γης του, με την οποία τον συνέδεαν του ιεροί δεσμοί «αίματος και εδάφους».
Αντίθετα η σοσιαλιστική επανάσταση επιδίωξε την υποχρεωτική προσαρμογή των αγροτών στις ανάγκες αλλαγών στις κοινωνικές και παραγωγικές δομές της χώρας.
Η εκβιομηχάνιση της χώρας και ο εκσυγχρονισμός της αγροτικής παραγωγής αποτέλεσαν απόλυτες προτεραιότητες για τους επαναστάτες. Η εκβιομηχάνιση σήμαινε ένα νέο κόσμο που τον χαρακτήριζε η πρόοδος κα η απελευθέρωση του ανθρώπου από την κυριαρχία της φύσης. Παρά τις διάφορες παραχωρήσεις κατά την διάρκεια της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΟΠ) τελικά η επιβολή της αγροτικής κολεκτιβοποίησης ολοκληρώθηκε επί Στάλιν.
5) Η στάση απέναντι στη τέχνη και στη διανόηση: Ο εθνικοσοσιαλισμός επέβαλλε εξαρχής ασφυκτικό και ανελεύθερο έλεγχο στην τέχνη. Εναντιώθηκε σε κάθε πρωτοποριακή και μοντερνιστική μορφή τέχνης και διανοητικής έκφρασης. Δεν περιορίσθηκε απλώς στο να χρησιμοποιήσει ή να εκμεταλλευθεί την τέχνη ως προπαγανδιστικό εργαλείο, αλλά την κατεύθυνε απόλυτα. Ο ίδιος ο Χίτλερ πλαισιώθηκε από ελάχιστους ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης.
Αντίθετα η επανάσταση των μπολσεβίκων επί μεγάλο χρονικό διάστημα (ακόμη και μέχρι το 1930) άφησε ελεύθερη την τέχνη και την διανόηση, ακόμη και στη πιο πρωτοποριακή τους έκφραση, με σκοπό να τεθούν στην υπηρεσία του λαού.
Η αναγκαιότητα εξυπηρέτησης των επαναστατικών σκοπών μέσα από την τέχνη δεν υπήρξε προιόν πολιτικής επιβολής, αλλά κοινής συνειδητής συμφωνίας μεταξύ καλλιτεχνών και πολιτικών, μέσα από συνθήκες ισότιμου και δημοκρατικού διαλόγου. Όμως το αξιόλογο (κατ’ ορισμένους «θαυμαστό») αυτό πείραμα τελικά δεν ευδοκίμησε, κυρίως επειδή οι άνθρωποι της τέχνης δεν μπόρεσαν τελικά να προσαρμόσουν τις πρωτοποριακές καλλιτεχνικές ανησυχίες τους στις προτεραιότητες των επαναστατικών πλαισίων και σκοπών.
Έτσι, μοιραία, από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 επιβλήθηκε από τον Στάλιν ένας αποπνικτικός έλεγχος και ανακόπηκε κάθε καλλιτεχνικό ρεύμα μοντερνισμού ή πρωτοπορίας. Επικράτησε ο λεγόμενος «σοβιετικός ρεαλισμός».
6) Η νομιμοποίηση της εξουσίας: Οι ναζί ανήλθαν στην εξουσία μέσα από δημοκρατικές εκλογές, έχοντας μια μεγάλη λαική βάση. Επιβλήθηκαν εύκολα χωρίς να συναντήσουν εσωτερική αντίσταση ή εξωτερική παρέμβαση. Ο τυπικός χαρακτήρας της νομιμοποίησης τους είναι δεδομένος.
Αντίθετα οι μπολσεβίκοι κατάλαβαν την εξουσία με επαναστατικό-πραξικοπηματικό τρόπο, ενώ αποτελούσαν μειοψηφία στο εκλογικό σώμα κατά τις τελευταίες προ της επανάστασης εκλογές. Για να επιβληθούν χρειάστηκε να επικρατήσουν σε μια εμφύλια σύγκρουση, στην οποία είχαν παρέμβει δυνάμεις ξένων κρατών που υποστήριξαν (ακόμη και με στρατιωτικές δυνάμεις) τους αντεπαναστάτες.
Η αντίθεση αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην άσκηση πολιτικής προπαγάνδας εκ μέρους των δύο καθεστώτων. Διαφορετικού είδους αλλά και διαφορετικού βαθμού δυσκολίας είναι η προπαγάνδα που ασκεί μια παράταξη με περιορισμένη λαική απήχηση συγκριτικά με μια άλλη, που έχει ευρύτερη και ισχυρότερη λαική νομιμοποίηση.
Η ναζιστική προπαγάνδα δεν είχε δύσκολο έργο προκειμένου να πείσει τον γερμανικό λαό για την αναγκαιότητα παραμονής του Χίτλερ στην εξουσία ως μονοκομματικού ηγέτη. Η προτεραιότητα της εστιάστηκε στο να πεισθεί ο λαός να πολεμήσει εκ νέου τον εξωτερικό εχθρό. Συνεπώς ο πόλεμος έπρεπε να παρουσιαστεί ως η μόνη διέξοδος.
Αντίθετα η αποκλειστική προτεραιότητα των μπολσεβίκων μετά την επανάσταση ήταν να πείσει για την αναγκαιότητα ενός νικηφόρου αγώνα απέναντι στον εσωτερικό εχθρό, προκειμένου να παγιωθεί το επαναστατικό καθεστώς. Η προπαγάνδα έπρεπε να πείσει τον λαό για την σημασία της επανάστασης και την ανάγκη εδραίωσης της.
7) Η ταύτιση με τον ηγέτη: Ο εθνικοσοσιαλισμός ταυτίστηκε πλήρως με τον Χίτλερ ως ηγέτη, ενώ αντίθετα ο επαναστατικός σοσιαλισμός μολονότι διέθετε τον Λένιν, που αναμφισβήτητα υπήρξε μια κορυφαία ηγετική προσωπικότητα, δεν ταυτίστηκε στον ίδιο βαθμό μαζί του. Το γεγονός αυτό αναδείχθηκε πολύ έντονα ειδικότερα στο τομέα της προπαγάνδας. Στην Γερμανία κυριαρχούσε το σύνθημα «Ένας Λαός, Ένα Έθνος, Ένας Αρχηγός» και ο Χίτλερ είχε περίπου θεοποιηθεί.
Αργότερα βέβαια και στην Σοβιετική Ένωση η ταύτιση του Στάλιν με το κομμουνιστικό καθεστώς υπήρξε πολύ πιο ισχυρή, το ίδιο και προπαγανδιστική της ανάδειξη.
8) Η στάση απέναντι στην θρησκεία: Ο εθνικοσοσιαλισμός μολονότι ήθελε να ασκεί έλεγχο στην εκκλησία απέφυγε να έλθει σε ανοικτή σύγκρουση μαζί της. Φρόντισε πάντως να έχει το «πάνω χέρι» στις μεταξύ τους σχέσεις. Εκείνο που πρόσεξε ιδιαίτερα ήταν να μην δώσει την εντύπωση καθεστώτος που ευνοούσε τον αθεισμό ή τον παγανισμό. Ο Χίτλερ και οι ναζί διακήρυτταν την πίστη τους στον χριστιανισμό.
Αντίθετα το καθεστώς των μπολσεβίκων είχε επίσημα ταχθεί κατά της θρησκείας. Πάντως, μολονότι υπήρξαν διάφορες προπαγανδιστικές εκφράσεις, στην τέχνη και κυρίως στον κινηματογράφο, που σατίριζαν ή καυτηρίαζαν την στάση του κλήρου ή τον ρόλο της θρησκείας είναι γεγονός πως οι προπαγανδιστικές δραστηριότητες σε βάρος της ορθόδοξης εκκλησίας ή της θρησκευτικής πίστης δεν ήταν τόσο πολυάριθμες, σκληρές και επίμονες, επειδή είχε συνειδητοποιηθεί πως η παραδοσιακή ρωσική ιδιοσυγκρασία δεν θα έβλεπε με καλό μάτι ένα συστηματικό βάναυσο χλευασμό ή μια ιδιαίτερη βίαιη αντιμετώπιση στο θρησκευτικό πεδίο.
9) Η ψυχολογική διάσταση και η αξιοποίηση της: Τον χώρο της ψυχολογίας δεν τον παραμέλησαν τα δύο καθεστώτα. Παρόλα αυτά και εδώ η διαφορά στην προσέγγιση μεταξύ των δύο καθεστώτων είναι σημαντική.
Ο ναζισμός εξαρχής είχε αποδώσει μεγαλύτερη σημασία στον συναισθηματικό και συγκινησιακό παράγοντα. Η συγκεκριμένη επιλογή υπήρξε σωστή και εύλογη, αφού οι σκοποί, οι επιδιώξεις και οι ιδέες, που συνόδευαν τον εθνικοσοσιαλισμό διακρίνονταν από ένα εμφανές πνεύμα παραλογισμού. Συνεπώς δεν μπορούσαν να απευθυνθούν στο νου και στο συνειδητό γνωστικό κομμάτι του ανθρώπου, αλλά στο ασυνείδητο, κινητοποιώντας αυτοματοποιημένες συγκινησιακές διαδικασίες.
Οι ναζί θέλησαν να εκμεταλλευτούν την οργή, την ταπείνωση και την πικρία που αισθανόντουσαν οι Γερμανοί από τον προηγούμενο πόλεμο και τους σκληρούς όρους, κυρώσεις και επιπτώσεις του για την Γερμανία. Επίσης θέλησαν να εκμεταλλευτούν την αβεβαιότητα και την αγωνία του πληθυσμού λόγω της οικονομικής δυσπραγίας και της κοινωνικής αναταραχής, που είχαν προηγηθεί. Τέλος θέλησαν να αξιοποιήσουν, αλλά και να αναπτύξουν κάποιες κληρονομημένες προκαταλήψεις και ιδεώδη, που είχαν φωλιάσει, για τα καλά, επί πολλά χρόνια, στις γερμανικές ψυχές.
Η προπαγανδιστική μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε ήταν ανάλογη. Ο Χίτλερ υποσχέθηκε μια Γερμανία κυρίαρχη σε διεθνές επίπεδο. Επιδόθηκε σε διαρκή κινδυνολογία κατά κομμουνιστών και αναρχικών, και σε αδιάκοπη υστερική δαιμονολογία κατά των εβραίων. Καλλιέργησε φοβίες για διάλυση της έννομης τάξης και της κοινωνικής συνοχής από τους κομμουνιστές και τους αναρχικούς.
Αναπαρήγαγε, με αναβαθμισμένη μορφή, την αιώνια ιδεολογική διάκριση «καλού-κακού», όπου οι Γερμανοί και ειδικότερα οι ναζί συμβόλιζαν την ελπίδα, την σωτηρία και το ήθος, ενώ οι αντίπαλοι τους την καταστροφή, την βρωμιά και την διαφθορά.
Αντίθετα η προσέγγιση των μπολσεβίκων στον ψυχολογικό τομέα έπρεπε να είναι διαφορετική. Εδώ δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει μια αποκλειστική και μονοδιάστατη συναισθηματική προσέγγιση. Οι άνθρωποι έπρεπε να συνειδητοποιήσουν την σημασία της επανάστασης και την ανάγκη κοινωνικών αλλαγών, που θα οδηγούσαν την χώρα σε μια νέα προοδευτική τροχιά. Ο λαός έπρεπε να γνωρίσει, να σκεφτεί και να καταλάβει τους λόγους των νέων κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων. Βέβαια το συναίσθημα δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να τοποθετηθεί εντελώς στο περιθώριο.
Η ενθουσιώδης διάθεση του λαού, που προερχόταν από την απαλλαγή από την τσαρική καταπίεση, την κοινωνική αδικία και κακομεταχείριση δεν έπρεπε να μείνει αναξιοποίητη Το συναίσθημα μπορούσε να συμβάλλει θετικά ιδίως σε περιπτώσεις όπου απαιτούνταν ριζοσπαστικές δραστηριότητες ατζιτάτσιας*2.
10) Η αντιμετώπιση και αξιολόγηση του λειτουργικού ρόλου της προπαγάνδας: H θέση της προπαγάνδας στο πολιτικό σύστημα των καθεστώτων ήταν διαφορετική. Για τους ναζιστές υπήρξε ένα εξωστρεφές επικοινωνιακό εργαλείο, αφού μ’ αυτό προσπαθούσαν να πείσουν τους αποδέκτες της για πράγματα για τα οποία το καθεστώς είχε ήδη μια απόλυτα σχηματισμένη, βέβαιη και κατασταλαγμένη άποψη, την οποία η προπαγάνδα απλώς αναπαρήγαγε.
Αντίθετα για τους μπολσεβίκους η προπαγάνδα εκτός από την εξωτερική επικοινωνιακή διάσταση της είχε και μια άλλη, ακόμη πιο σημαντική, την εσωστρεφή. Αποτελούσε ένα εγγενές κομμάτι του εσωτερικού συστήματος και όχι απλώς ένα χρηστικό εργαλείο. Με άλλα λόγια η προπαγάνδα ήταν αναγκαία για την υποβοήθηση του καθορισμού του ίδιου του εσωτερικού συστήματος του μπολσεβικισμού, προκειμένου να τοποθετηθεί πάνω σε προβλήματα, να συγκροτήσει και να αποκρυσταλλώσει απόψεις. Η προπαγάνδα, ως αδιαχώριστο τμήμα μιας διαδικασίας εσωτερικού διαλόγου, βοηθούσε και τους ίδιους τους μπολσεβίκους να καταλάβουν πώς πρέπει να αντιμετωπίσουν τα διάφορα ζητήματα κατά την οικοδόμηση του σοσιαλιστικού κράτους.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
*1. Για το πόσο στρεβλή και κατασκευασμένη είναι η άποψη αυτή βλ.L.Adler & T. Paterson: «Red Fascism: The Merger of Nazi Germany and Soviet Russia in the American Image of Totalitarianism 1930’s-1950’s», American Historical Review 75:4 (1970) σελ.1046-1064.
* 2. Τον όρο «ατζιτάτσια» ή «δημεγερσία», ως διακριτή μορφή προπαγάνδας, εισήγαγε ο G.Plekhanov («Το έργο των σοσιαλιστών στον αγώνα εναντίον της πείνας» 1891).