Οι συγκρούσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Αλέξη Τσίπρα στη Βουλή έχουν πάντοτε χαρακτηριστικά “teatrale”, τα επιτελεία τους και οι λογογράφοι τρέφονται από ατάκες και υφολογικές εξάρσεις ώστε να μεταφέρεται η “έξαψη” στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Συνέβαινε και παλαιότερα, όμως, αναμφισβήτητα, η “χημεία” των δύο αρχηγών είναι ξεχωριστή και επικοινωνιακά ενδιαφέρουσα.
Στην αντιπαράθεση της Βουλής για την ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία τις τηλεοπτικές δάφνες έδρεψαν οι …γραβάτες που ανέφερε ο πρωθυπουργός και η αντιστροφή τους που χρησιμοποίησε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο κ. Μητσοτάκης αξιοποίησε το όπλο του ενθουσιασμού που προκαλεί στο πλήθος όσα λαμβάνουν χώρα στην αρένα. Το ακροατήριο της Ν.Δ ανατριχιάζει στην ιδέα πως οι Belharra θα κατατροπώνουν τα τουρκικά καταδρομικά και τα Rafalle θα αναχαιτίζουν με χαρακτηριστική ευκολία τα τουρκικά F-16. Αλλά και ένα ενδιάμεσο ακροατήριο θέλγεται από την έννοια της πολεμικής υπεροπλίας, ή από την (ψευδ)αίσθηση πως μια χώρα όπως η Γαλλία θα συντρέξει δίπλα στον Έλληνα πιλότο ή πλωτάρχη. Το ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, στέκεται με πελώριες επιφυλάξεις απέναντι στην κούρσα εξοπλισμών, ενώ και πολλοί πολίτες που δεν ψήφισαν -αλλά μπορούν να ψηφίσουν- αυτό το κόμμα αντιλαμβάνονται πως μείζον είναι η επιβίωση και όχι τα κανόνια. Δύσκολο να πει κανείς ποιοί είναι περισσότεροι. Οι εκλογικές βάσεις, όμως, συσπειρώνονται και μόνο το μέλλον θα δείξει ποια άποψη θα δικαιωθεί.
Πέραν, όμως, όσων ειπώθηκαν από τη μία ή την άλλη πλευρά, υπάρχει και κάτι που δεν βρήκε χώρο να αναπτυχθεί επαρκώς.
Ο Νίκος Δένδιας υποστήριξε ότι η ελληνική αμυντική συνδρομή στην Υποσαχάρια Αφρική που προβλέπεται στην συμφωνία, θα υλοποιηθεί μόνον εφόσον η Ελλάδα κρίνει πώς κάτι τέτοιο συνάδει με το εθνικό της συμφέρον, απαντώντας έτσι στην σχετική κριτική του Αλέξη Τσίπρα. Εμείς, δηλαδή, θα αποφασίσουμε εάν απαιτείται να στείλουμε Έλληνες στρατιώτες στο Μάλι, το νότιο Σουδάν, ή την Μπουρκίνα Φάσο.
Εάν έχει δίκιο ο υπουργός Εξωτερικών, τότε δεν προκύπτει το ίδιο δικαίωμα και για την Γαλλία (που σήμερα έχει πρόεδρο τον Εμανουέλ Μακρόν, αύριο πάλι μπορεί και να μην τον έχει); Ήτοι, δεν αποφασίζει το Παρίσι εάν συντρέχει λόγος στρατιωτικής συνδρομής στην περίπτωση που η Ελλάδα δεχθεί επιθετική προσβολή στο Αιγαίο, νοτίως της Κρήτης ή αλλού;
Εάν δεν είναι ρητό και δεσμευτικό το πρώτο γιατί είναι το δεύτερο;
Σε γενικές γραμμές, η ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία έχει έναν δυναμικό συμβολισμό ενίσχυσης της αποτροπής. Γι’ αυτό και προκαλεί εκνευρισμό στην Άγκυρα. Δεν πρέπει, όμως, να παραγάγει εικονικές πραγματικότητες. Ο Μακρόν δεν πρέπει να γίνει “ο Μόσκοβος που φέρνει το σεφέρι”, διότι είναι γνωστή η κατάληξη σχετικά με το δεύτερο.
Η αμυντική συμφωνία αφορά, κυρίως, ένα πράγμα. Το περιτύλιγμα μιας πολύ μεγάλης αγοράς οπλικών συστημάτων. Είναι σαν μια φανταιζί γραβάτα σε ένα κοστούμι που παλιοκαιρίζει. Αυτό οφείλουμε να το έχουμε υπόψιν μας.