Θα ήταν άτοπο εάν η επέκταση της συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες κρινόταν μόνο από το κείμενο που υπέγραψαν οι Νίκος Δένδιας και Άντονι Μπλίνκεν. Και θα ήταν άδικο να αξιολογηθεί στον επικοινωνιακό άξονα “ιστορική επιτυχία”- “Ελλάδα προκεχωρημένο φυλάκιο του αμσρικανικού δόγματος” που διαμορφώνει η αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης. Υπάρχουν θετικά σημεία, υπάρχουν και εύλογα ερωτήματα και δίκαιες ενστάσεις και επιφυλάξεις. Ο δημόσιος διάλογος, ως συνήθως, γίνεται με σχήματα και στερεότυπα και δεν αγγίζει την ουσία. Και το ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν πράγματι “η Ελλάδα αγόρασε προστασία από τις ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας” και πόσο (ακριβά) το πλήρωσε…
Αξίζει να διατυπωθούν ορισμένες παρατηρήσεις προς κατανόηση της σημασίας της:
- Η Ουάσιγκτον προσκομίζει άμεσα γεωπολιτικά και επιχειρησιακά οφέλη από την συμφωνία. Ναι, πρόκειται για “ψήφο εμπιστοσύνης” στη χώρα μας, όπως είπε ο πρωθυπουργός, η ψήφος, όμως, αυτή συνδυάζεται με το γεγονός πως η Ελλάδα προσφέρει στις ΗΠΑ την δυνατότητα να οργανώσει σε βάθος χρόνου (πενταετής και μετά επ΄ αόριστον) μια φαραωνικών διαστάσεων βάση με ακτίνα δράσης από τα σύνορα της Ρωσίας μέχρι την Μέση Ανατολή, το Ιράν, και, φυσικά, τη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Μια ματιά στον χάρτη πείθει εύκολα για την αξία της Αλεξανδρούπολης, του Λιτοχώρου, του Βόλου και πιθανών “θυγατρικών” της Σούδας στο Αιγαίο.
Στην αμερικανική βάση στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, αναφέρθηκε ( δελτίο ειδήσεων Star) ο Ρώσος πρέσβης στην Ελλάδα, Αντρέι Μάσλοβ, τονίζοντας πως η Μόσχα «τάσσεται κατά της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς».
«Θα έλεγα πως το πλησίασμα των στρατιωτικών υποδομών του ΝΑΤΟ προς τη Ρωσία, θα προκαλέσει τα απαραίτητα ρωσικά στρατιωτικά αντίμετρα» .
Ακόμη, εκτιμά πως η πολιτική που εφαρμόζει η Δύση είναι «εσφαλμένη» και «κοντόφθαλμη» ενώ ξεκαθάρισε πως «δεν είμαστε εμείς εδώ για να αναλάβουμε αυτές τις επιθετικές και μη φιλικές κινήσεις».Αντρέϊ Μασλόβ, Ρώσος πρέσβης στην Αθήνα
- Οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν ποτέ την επιδίωξη να συμμορφώσουν την Τουρκία και να αναιρέσουν την ασταθή -ως προς τα αμερικανικά συμφέροντα- στρατηγική της, είναι σαφές, όμως, πως δια της Ελλάδας διαθέτουν πια μια ισχυρή εναλλακτική στην ευρύτερη περιοχή. Ο προσανατολισμός, μάλιστα, αυτού του σχεδιασμού προς την επιρροή της Ρωσίας στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί σε ορατό μέλλον μέσω της Τουρκίας εξαιτίας της αμφισημίας του Ερντογάν που ικετεύει για F-35 την ώρα που συνεχίζει να φλερτάρει με τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
- Η Ελλάδα, από την πλευρά της, αναβαθμίζει σχεδόν στον απόλυτο βαθμό το δόγμα του “ανήκομεν εις την Δύση” και ταυτιζόμενη εις το έπακρον με την Ουάσιγκτον επιχειρεί μέσω των τριών αμυντικών συνεργασιών -με τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, και τα ΗΑΕ- να εξισορροπήσει την προκλητική απροθυμία του ΝΑΤΟ να διαδραματίσει ειρηνευτικό ρόλο στο Αιγαίο και την νοτιοανατολική Μεσόγειο. Εδώ μπορεί να εντοπίσει κανείς την αντίφαση: οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφεύγουν εμμέσως να υιοθετήσουν την εδραιωμένη από το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας ελληνική θέση και καταφεύγουν στις “ίσες αποστάσεις” (έναντι Αθήνας και Άγκυρας) ως το ισχυρότερο μέλος και “καθοδηγητής” του ΝΑΤΟ, εκτός του βορειοατλαντικού συμφώνουν, ωστόσο, στέκονται υπέρ της χώρας μας με την διμερή αμυντική συμφωνία.
- Η αμερικανική παρουσία στην Αλεξανδρούπολη έχει σαφή στόχευση προς τη Ρωσία. Αυτό είναι μάλλον βέβαιο πως σταδιακά θα αφαιρέσει από την ελληνική διπλωματία την δυνατότητα που είχε παραδοσιακά να συνομιλεί ευέλικτα με τη Μόσχα και ενίοτε να αναλαμβάνει και μικρούς ρόλους διαμεσολάβησης ή μείωσης των κραδασμών. Επιπλέον, η Αθήνα φαίνεται να εγκαταλείπει οριστικά το γερμανικό δόγμα έναντι της Ρωσίας (ενεργειακά κ.ά) και υιοθετεί πλήρως τη στρατηγική των Αμερικανών. Το “πολυδιάστατο” της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής παύει εκ των πραγμάτων να είναι τόσο ισχυρό όσο ήταν κατά το παρελθόν. Η δήλωση του Ρώσου πρέσβη για “ρωσικά στρατιωτικά αντίμετρα” δεν πρέπει να υποτιμάται.
- Η Ελλάδα φαίνεται πως κερδίζει μια συμβολική σημαντική μάχη εντυπώσεων. Η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής με τη Γαλλία και η εγγύηση των ΗΠΑ για την εδαφική ακεραιότητα και, κυρίως, τα κυριαρχιακά δικαιώματα (ΑΟΖ) αλλά και η πιθανή αμερικανική στρατιωτική παρουσία (με εκπαιδευτικά και άλλα μοντέλα, πιθανώς και με την αξιοποίηση της Καρπάθου) στα νησιά του Αιγαίου, αναιρεί σε μεγάλο βαθμό τις προκλητικές αιτιάσεις της Τουρκίας για την αποστρατικοποίηση των νησιών και θέτει σε νέα βάση το τουρκικό casus belli. Όλα αυτά, φυσικά, θα κριθούν επί του πεδίου όταν και εφόσον η Ελλάδα ασκήσει το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων της, αρχής γενομένης από την θαλάσσια περιοχή νοτίως και νοτιοανατολικά της Κρήτης (περιοχή που εντάσσεται στο δόγμα περί “αιτίας πολέμου” της Άγκυρας), καθώς και στο Καστελόριζο. Οι κινήσεις αυτές κρίνονται επιβεβλημένες, ιδιαίτερα μετά τις συμφωνίες με την Ουάσιγκτον και το Παρίσι, για να σταθεί εφικτό να παραχθούν γεωπολιτικά “τετελεσμένα” και να ακυρωθεί στην πράξη το παράνομη τουρκολιβυκό σύμφωνο.
“Η πρόσφατα ενημερωμένη MDCA εμφανίζει προφανώς την απόλυτη αποφασιστικότητα μας για αμοιβαία διασφάλιση και προστασία της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας των χωρών μας από ενέργειες που απειλούν την ειρήνη, συμπεριλαμβανομένης της ένοπλης επίθεσης ή της απειλής…Οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν την Ελλάδα ως σταθερό σύμμαχο και εταίρο του ΝΑΤΟ. Επικροτούμε τον ρόλο της Ελλάδας ως περιφερειακού ηγέτη και πυλώνα σταθερότητας. Οιι ΗΠΑ παραμένουν προσηλωμένες στην υποστήριξη της ευημερίας, της ασφάλειας και της δημοκρατίας της Ελλάδας”.
Άντονι Μπλίνκεν, υπουργός Εξωτερικών ΗΠΑ
- Από την άλλη, η κυβέρνηση επέλεξε να προσχωρήσει στην αμερικανική απαίτηση για μια συμφωνία “εσαεί”. Μέχρι πρότινος διαφήμιζε την πενταετή επέκταση της αμυντικής συνεργασίας -αυτή ήταν άλλωστε και η δήλωση του πρωθυπουργού την ώρα που υπογραφόταν στην Ουάσιγκτον από τους κ. Δένδια και Μπλίνκεν-, ωστόσο ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών ήταν σαφής (infinity) πως πρόκειται για μια “επ’ αόριστον” συμφωνία. Δεν θα υπάρξει ελληνική κυβέρνηση που θα καταγγείλει δύο χρόνια πριν την λήξη της την παρούσα συμφωνία (ήτοι σε 3 χρόνια από τώρα), ώστε να ξεκινήσει νέα διαπραγμάτευση και να ακυρωθεί η επ΄ αόριστον επέκτασή της. Η απόφαση αυτή είναι δεσμευτική και εμποδίζει (;) να διεκδικήσει μελλοντικά κάτι περισσότερο (υπό νέες γεωπολιτικές συνθήκες ή για άλλους λόγους) μια ελληνική κυβέρνηση, ή να ελέγξει την Ουάσιγκτον εάν δεν τηρήσει το περιεχόμενο της επιστολής Μπλίνκεν στον Μητσοτάκη. Πρόκειται αναμφίβολα για μια “βαριά” απόφαση που δεσμεύει πλέον το εγχώριο πολιτικό σύστημα. Εάν η σημερινή κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να τροποποιήσει -για το τελευταίο σημείο στίξης- την Συμφωνία των Πρεσπών που κατήγγειλε ως “εθνικά επιζήμια” και ενδοτική, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως στο βάθος του ορίζοντα ουδείς πρωθυπουργός στην Αθήνα δεν θα δοκίμαζε να αλλάξει την συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ.
Εν κατακλείδι,
Η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) Ελλάδας- ΗΠΑ είναι προς τη θετική κατεύθυνση εάν ενταχθεί σε μια γενικότερη στρατηγική για την εξωτερική πολιτική. Θα ήταν σημαντικό εάν κάτι τέτοιο αποτελούσε αποτέλεσμα μιας πολιτικής συμφωνίας στο ανώτατο επίπεδο. Δεν θα συμβεί. Ο Νίκος Δένδιας θα ενημερώσει, προφανώς, τους εκπροσώπους των κομμάτων, θα υπάρξουν, ως συνήθως, αντιπαράθέσεις μεταξύ των αρχηγών στη Βουλή και η ζωή θα πάρει το δρόμο της.
Όλοι ευχόμαστε, τόσο η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής με τη Γαλλία, όσο και οι εγγυήσεις (;) της κυβέρνησης Μπάϊντεν για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας να μην κριθούν “επί του πεδίου”. Να μην χρειαστεί, δηλαδή, να τις εφαρμόσουμε σε συνθήκες οξείας κρίσης (θερμό επεισόδιο ή ακόμα περισσότερο πολεμική συμπλοκή) με την Τουρκία. Όχι μόνο γιατί θα έχουμε φτάσει στο “σημείο μηδέν” αλλά και διότι μπορεί να εκπλαγούμε δυσάρεστα από την φερεγγυότητα των υπογραφών στα κείμενα.
Συμβολικά, αποτρεπτικά, γεωπολιτικά έχουν αναμφίβολα μεγάλη αξία. Δημιουργούν αίσθηση και προκαλούν την ανησυχία του Ταγίπ Ερντογάν που αγωνιωδώς αναζητά εταίρους και σημεία στήριξης στο εσωτερικό της χώρας του, με την οικονομία υπό κατάρρευση και τον ορίζοντα των προεδρικών εκλογών ορατό (2023).
Ούτε οι μεμψιμοιρίες, ούτε, όμως, και οι διθύραμβοι έχουν θέση στο δημόσιο διάλογο…