Στα δημοσιογραφικά και πολιτικά γραφεία οι περισσότεροι προεξοφλούν πως η εκλογή ηγεσίας στο ΚΙΝ.ΑΛ θα κριθεί στον δεύτερο γύρο (12 Δεκεμβρίου) μεταξύ του Γιώργου Παπανδρέου και του Ανδρέα Λοβέρδου. Γνώμη μου: πρόκειται για επιπόλαιη προσέγγιση. Υπάρχουν αρκετές παράμετροι που δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψιν, υποτιμάται, δε, η υποψηφιότητα του Νίκου Ανδρουλάκη, όπως και η δυναμική που θα αναπτύξουν αθροιστικά και καθένας από μόνος του οι υπόλοιποι διεκδικητές της αρχηγίας.
Ας δούμε τις υποψηφιότητες ξεχωριστά:
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του Παπανδρέου
Ο Γιώργος Παπανδρέου είναι αλήθεια πως με την απόφασή του να εκτεθεί στο εκλεκτορικό σώμα (σε αντίθεση με το μακρινό 2004 που έγινε αρχηγός “κατ’ απονομή” παίρνοντας το δακτυλίδι από τον Κώστα Σημίτη για να μην βρεθεί ο τελευταίος απολογούμενος στις εκλογές που ακολούθησαν) κατέστησε την εκλογή ενδιαφέρουσα και ελκυστική.
Το γεγονός πως αίφνης άπαντες άρχισαν να μιλούν για το -πολιτικά, εκλογικά και δημοσκοπικά συρρικνωμένο-ΚΙΝ.ΑΛ και το ΠΑΣΟΚ είναι κάτι που πρέπει να του πιστωθεί και αναμφίβολα αποτελεί ένα πλεονέκτημα έναντι των συνυποψηφίων του. Είναι δε πιθανό αυτό να του δώσει ένα προβάδισμα στον σκληρό πυρήνα των ψηφοφόρων του κόμματος, ιδιαίτερα σε εκείνους που έλκονται από τα παβλοφικά αντανακλαστικά του παλαιού και δοξασμένου “παπανδρεϊσμού”. Αρκεί αυτό;
Το μειονέκτημα του πρώην πρωθυπουργού είναι ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό του. Ό,τι, δηλαδή, διετέλεσε ο πρωθυπουργός στην θητεία του οποίου έγινε η υπαγωγή της χώρας στο πρώτο μνημόνιο. Από το φθινόπωρο του 2009 -όταν κέρδισε με μεγάλη άνεση τις εκλογές- μέχρι τον Απρίλιο του 2010 (Καστελόριζο) η χώρα έζησε το δράμα της χρεοκοπίας, αν και για να είμαστε ειλικρινείς η τελευταία επήλθε επί των ημερών του προκατόχου του και της διακυβέρνησης της Ν.Δ. Το μήνυμα απόγνωσης από το ακριτικό νησί θα τον κατατρέχει ωστόσο και θα προσφέρει επιχειρήματα στους αντιπάλους του.
Τα ερείσματα του Παπανδρέου στο γηρασμένο εκλογικό ακροατήριο του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝ.ΑΛ είναι δυσανάλογα με την πολύ μικρή αποδοχή που έχει στο γενικότερο εκλογικό σώμα. Θα είναι μάλλον δύσκολο, εφόσον εκλεγεί, να προσελκύσει νέους ψηφοφόρους που έχουν πλέον εγκατασταθεί στη Ν.Δ και -κυρίως- στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Οι αντίπαλοί του προσπαθούν να τον ταυτίσουν με την προοπτική συνεργασίας με τον Αλέξη Τσίπρα και είναι βέβαιο πως θα το εκμεταλευτούν εις το έπακρο. Ήδη, ο Ανδρέας Λοβέρδος διαρρηγνύει τα ιμάτιά του πως μια δική του επικράτηση θα ανακόψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Πρόκειται για μια αντιπαράθεση που θα κλιμακώνεται καθώς θα οδεύουμε προς την εκλογή ηγεσίας, αν και πρόκειται για μια συζήτηση περί όνου σκιάς δεδομένου πως η ιδρυτική διακήρυξη του ΚΙΝ.ΑΛ είναι επ΄ αυτού σαφής:
“…Η σημερινή εποχή επιβάλλει να ξεπεράσουμε τα στερεότυπα του μεταπολιτευτικού κύκλου στην πολιτική, την κοινωνία και την οικονομία. Η χώρα πρέπει να σπάσει τον φαύλο κύκλο της κρίσης με μια νέα εθνική κοινωνική συμφωνία.Την Αλλαγή του 21ου αιώνα την φτιάχνουμε όλοι όσοι επιλέγουμε το δρόμο των συνεχών προοδευτικών αλλαγών για την Ελλάδα, για μας και τα παιδιά μας.Το δρόμο της δημοκρατίας, της αξιοκρατίας, του ήθους στην πολιτική.Όσοι αύριο θέλουμε κι οραματιζόμαστε την προοδευτική διακυβέρνηση του τόπου μας...”
Προφανώς, ωστόσο, καθένας (εκ των υποψηφίων) κάνει διαφορετική ανάγνωση σχετικά με το τι σημαίνει συμμετοχή του ΚΙΝ.ΑΛ σε μια προοδευτική διακυβέρνηση.
Ο Λοβέρδος “περιχαρακώνει” τον χώρο του
Ο Ανδρέας Λοβέρδος θα βρισκόταν εύκολα στον δεύτερο γύρο απέναντι στο Νίκο Ανδρουλάκη εάν δεν υπήρχε η υποψηφιότητα Παπανδρέου.
Επικοινωνιακά, ωστόσο, δρα έξυπνα προσπαθώντας να περιχαρακώσει το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται υποκινούμενος από την δική του ανάγνωση σχετικά με το σώμα ψηφοφόρων που ψήφισε το ΚΙΝ.ΑΛ στις τελευταίες εκλογές. Όταν, για παράδειγμα, δηλώνει κατηγορηματικά πως δεν πρόκειται να συναινέσει σε συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ (βάζει στο κάδρο και το Μερα25 του Γιάνη Βαρουφάκη για να “ξυπνήσει” τα αντι-ΣΥΡΙΖΑ αντακλαστικά και το “φάντασμα” του 2015), αφενός προσπαθεί να εκθέσει τον Γιώργο Παπανδρέου και να τον ταυτίσει με τον Αλέξη Τσίπρα, αφετέρου στοχεύει στους ψηφοφόρους του ΚΙΝ.ΑΛ που έχουν συντηρητικοποιηθεί μετά την συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου και δεν διέπονται -κατ΄ αυτόν- από τα αντιδεξιά αισθήματα του παλαιού ΠΑΣΟΚ.
Η εκτίμηση του Ανδρέα Λοβέρδου εστιάζει στο ότι το εκλογικό ακροατήριο του ΚΙΝ.ΑΛ έχει αλλάξει δραματικά και είναι περισσότερο, κατά την εκτίμησή του, ένα κεντρώο έως και κεντροδεξιό κοινό, καθώς οι περισσότεροι παραδοσιακοί αντιδεξιοί έχουν από καιρό μετακινηθεί στον ΣΥΡΙΖΑ. Η υποψηφιότητά του αποκτά, ως εκ τούτου, μια καθαρή και διακριτή ταυτότητα υπό το σλόγκαν “ποτέ με τον ΣΥΡΙΖΑ”. Χωρίς, φυσικά, να λέει εξίσου καθαρά το ίδιο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Ν.Δ και οχυρωμένος πίσω από την άποψη περί “ελαστικής αυτονομίας”.
Σε τέτοιου είδους μάχες, η σαφής πολιτική ταυτότητα (αντι-ΣΥΡΙΖΑ) παίζει σημαντικό ρόλο, κάτι που διαπιστώθηκε και στην εσωκομματική εκλογή του 2016 στη Ν.Δ, όταν μεταξύ αμφισημιών και αβεβαιότητας το εκλεκτορικό σώμα προτίμησε τελικά το διαυγές στίγμα της υποψηφιότητας Μητσοτάκη.
Εάν εκλεγεί, ωστόσο, είναι μάλλον απίθανο να προσθέσει σημαντικό αριθμό ψηφοφόρων στο ΚΙΝ.ΑΛ. Πρέπει, αντιθέτως, να θεωρούνται βέβαιες οι διαρροές προς τον ΣΥΡΙΖΑ (μικρές γιατί οι περισσότεροι έχουν ήδη αποχωρήσει), αλλά και προς τη Ν.Δ επειδή κάποιοι θα προτιμήσουν το “αυθεντικότερο” που έχει και πολύ ισχυρό πρόσημο κυβερνησιμότητας.
Η περίπτωση Ανδρουλάκη
Ο ευρωβουλευτής Νίκος Ανδρουλάκης θα μπορούσε να είχε ήδη νικήσει εάν το μέτρο ήταν οι υπογραφές υπέρ της υποψηφιότητάς του και η στήριξη των μελών της Κ.Ε του ΚΙΝ.ΑΛ. Από τους 83.000 που υπέγραψαν υπέρ όλων των υποψηφιοτήτων, το 1/4 (20.000) στηρίζει τον εκ Κρήτης υποψήφιο, ενώ το ίδιο έκαναν και 110 μέλη της Κ.Ε (έναντι 83 που υπέγραψαν για τον Γιώργο Παπανδρέου).
Ο Ανδρουλάκης αποφεύγει μέχρι τώρα να μπει στη διαμάχη περί “προοδευτικής διακυβέρνησης” και μιλά μόνο για την αυτονομία χωρίς να προδιορίζει τη θέση του για το τι πρέπει να γίνει την επαύριο της αναμέτρησης με απλή αναλογική. Αυτό, εφόσον το συνεχίσει, ίσως αποδειχθεί σοβαρό πλεονέκτημα, καθώς Λοβέρδος και Παπανδρέου θα φθείρονται μεταξύ του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου και της διακριτικής υποστήριξης μιας μετεκλογικής συνεργασίας με τον Αλέξη Τσίπρα.
Διαθέτει μεγάλη επιρροή στον κομματικό μηχανισμό , ο οποίος με τη σειρά του είναι βέβαιο πως μπορεί να κινητοποιήσει πολλούς για να σπεύσουν στις κάλπες του Δεκεμβρίου. Το μειονέκτημά του είναι πως πέραν αυτών δεν έχει σαφή πολιτική ταυτότητα και ότι ως ευρωβουλευτής θα απέχει από τις κοινοβουλευτικές μάχεις μέχρι τις εθνικές εκλογές- άρα θα παραβρίσκεται μέσω…αντιπροσώπου.
Καστανίδης,Χρηστίδης,Γερουλάνος
Ο Χάρης Καστανίδης είναι για πολλούς το πιο καταρτισμένο πολιτικά μέλος της σημερινής κοινοβουλευτικής ομάδας του ΚΙΝ.ΑΛ με πολύ σαφείς ιδεολογικές θέσεις και με ισχυρό πασοκικό DNA. Το γεγονός πως έσπευσε να απαντήσει στη διακήρυξη-“απειλή” Λοβέρδου σχετικά με την πιθανότητα μιας προοδευτικής διακυβέρνησης μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ ισοδυναμεί με τοποθέτηση στο αντιδεξιό στρατόπεδο και μαρτυρά το ακροατήριο στο οποίο κυρίως απευθύνεται. Είναι επί της ουσίας το ίδιο με αυτό στο οποίο απευθύνεται και ο Γιώργος Παπανδρέου, με τη διαφορά ότι δεν τον βαρύνουν τα αρνητικά που προσδίδουν αρκετοί στον πρώην πρωθυπουργό.
Ο Παύλος Χρηστίδης μπορεί να αποδειχθεί έκπληξη, όχι ως προς το εάν μπορεί να εισέλθει στο δεύτερο γύρο -πρέπει μάλλον να αποκλείεται ως ενδεχόμενο- αλλά σχετικά με το εσωκομματικό ακροατήριο στο οποίο μπορεί να απευθυνθεί. Θα κερδίσει αναμφίβολα αρκετούς “γεννηματικούς” αλλά και τη νεότερη γενιά του ΚΙΝ.ΑΛ που θα ψηφίσουν με αντανακλαστικά ανανέωσης και μέλλοντος.
Ο Παύλος Γερουλάνος, τέλος, αποτελεί ίσως την πιο “κεντρώα” υποψηφιότητα. Παρότι διετέλεσε υπουργός και εξ απορρήτων του Γιώργου Παπανδρέου, έχει δείξει πως θα μπορούσε με την ίδια ευκολία να συνεργαστεί με τον ήπιο ΣΥΡΙΖΑ και την ήπια κεντροδεξιά. Προέρχεται από μια συναινετική πολιτική σχολή (η μέχρι σήμερα παρουσία του στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας το αποδεικνύει) και έχει αποδείξει πως μπορεί να απευθυνθεί σε ευρύτερο κοινό (έλαβε, άλλωστε, περίπου 14% στις δημοτικές εκλογές της Αθήνας, πολύ πάνω από το εθνικό ποσοστό του κόμματός του). Σε μια σκληρή μάχη υποψηφίων, ωστόσο, είναι μάλλον απίθανο να επιτύχει κάτι περισσότερο από μία καλή καταγραφή δυνάμεων και να προσδοκά ρόλο την επόμενη μέρα εφόσον εκλεγεί ο Γιώργος Παπανδρέου.
Και μια βεβαιότητα (;): Η επικράτηση ενός εκ των Γιώργου Παπανδρέου και Ανδρέα Λοβέρδου είναι πολύ πιθανό μεσοπρόθεσμα να προκαλέσει μικρότερη ή μεγαλύτερη διάσπαση. Σε μετεκλογικό χρόνο και ανάλογα με το ποσοστό που θα λάβει το ΚΙΝ.ΑΛ κάτι τέτοιο πρέπει να θεωρείται μάλλον βέβαιο. Επ΄ αυτού, ωστόσο, έχουμε χρόνο να συζητήσουμε…