Από τις πιο τραγικές ιστορίες του Χόλιγουντ και του ευρωπαϊκού κινηματογράφου είναι η ιστορία της Τζιν Σίμπεργκ. Η καριέρα της καταστράφηκε από το συκοφαντικό κυνήγι του FBI εναντίον της . Ο επίλογος γράφτηκε στα 40 της χρόνια στο πίσω κάθισμα ενός Renault, στο οποίο αυτοκτόνησε.
«Παίζεις με τη φωτιά» ακούει κάποια στιγμή στην ταινία η Τζιν Σίμπεργκ, φέροντας ήδη πάνω της τα σημάδια που άφησε στο σώμα της η εμπειρία της στα πλατό του Οτο Πρέμινγκερ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Saint Joan». Μόνο που φυσικά αυτό που βιώνει η ίδια δεν είναι ακριβώς παιχνίδι. Από την πρώτη σκηνή, όπου συστήνεται στο κοινό κυριολεκτικά μέσα στις φλόγες, μέχρι και το τέλος, όταν πια κάθε ίχνος της προσωπικής της ευτυχίας έχει μετατραπεί σε στάχτες, η Σίμπεργκ του Μπένεντικτ Αντριους είναι μια τραγική φιγούρα που περνά μόνιμα μέσα από την φωτιά, είτε από δική της επιλογή είτε επειδή οι καταστάσεις την έριξαν σε αυτή, προσπαθώντας να διατηρήσει ακέραια την ηθική της πυξίδα, όσο κι αν ξέρει ότι αυτό μπορεί να την οδηγήσει στο θάνατο.
Αλλωστε ο Μπέντικτ Αντριους δεν ενδιαφέρεται για μια πλήρη βιογραφία της σταρ της Νουβέλ Βαγκ και πρωταγωνίστριας του «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ. Αντιθέτως, εστιάζει στην καθοριστική περίοδο 1968-1971, όταν η Σίμπεργκ επέστρεψε στην Αμερική για επαγγελματικούς λόγους και βρέθηκε αναμεμειγμένη τόσο με το κίνημα του Black Power όσο και με την COINTELPRO, το κρυφό και συχνά παράνομο τμήμα του FBI που είχε ως στόχο την καταστολή των επιχειρήσεων σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτή η περίοδος ήταν που ουσιαστικά καθόρισε την πορεία της ζωής της και που προκάλεσε την αρχή της συναισθηματικής αστάθειας που ίσως οδήγησε και στο τέλος της και αυτό είναι το σημείο μηδέν που αφορά κυρίως τον Αντριους και την αφήγησή του.
Μόνο που το «Seberg» εξ ορισμού δεν είναι μια de facto καταγραφή των αληθινών γεγονότων (καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν ρεαλιστικά αδύνατο) αλλά η υποκειμενική θεώρηση των γεγονότων από την πλευρά της ηθοποιού, βασισμένη σε αληθινά περιστατικά και σε αρχειακές καταγραφές του FBI.
Η διάθεσή της Σίμπεργκ να βοηθήσει τα κινήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η υποστήριξή της στο κίνημα του Black Power και των Μαύρων Πανθήρων, η αποφασιστικότητά της να μην κάνει πίσω αλλά και η ρομαντική εμπλοκή της με τον μαύρο ακτιβιστή Χακίμ Τζαμάλ του Αντονι Μάκι αποτελούν όλα στοιχεία περισσότερο ενός συναισθηματικού, προσωπικού πορτρέτου που αναδεικνύει το κλίμα και την ατμόσφαιρα της εποχής παρά μιας αντικειμενικής βιογραφικής αφήγησης που ενδιαφέρεται μόνο για την υστεροφημία της πρωταγωνίστριάς της. Ουσιαστικά, ο Αντριους χρησιμοποιεί την ιστορία της Σίμπεργκ για να αποκαλύψει στο κοινό την ιστορία ενός ανθρώπου που στοχοποιήθηκε από σκοτεινά συμφέροντα και να υπογραμμίσει ότι όσα συνέβησαν τότε δεν είναι καθόλου δύσκολο να επαναληφθούν ξανά και στο μέλλον.
Ήταν 30 Αυγούστου του 1979, όταν η ηθοποιός σύμβολο του Γαλλικού νέου κύματος στο κινηματογράφο εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει κανένα σημείωμα στην οικογένεια ή στους φίλους της. Ο σύντροφος της Αχμέτ Χασνί Αλγερινής καταγωγής δήλωσε την εξαφάνιση της, την επόμενη μέρα το πρωί, αλλά κανείς δεν φαίνεται να πήρε στα σοβαρά την υπόθεση της.
Η ηθοποιός είχε μια απρόβλεπτη συμπεριφορά τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Συχνά εξαφανιζόταν από τους οικείους της και εμφανιζόταν από το πουθενά. Κάθε χρόνο προσπαθούσε να αυτοκτονήσει την ίδια ημερομηνία, κάθε 25 Αυγούστου, αλλά πάντα τελικά γλίτωνε.
Δέκα μέρες αργότερα την βρήκαν κοντά στο διαμέρισμα της, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου της, γυμνή, τυλιγμένη σε ένα μαύρο πόντσο, ενώ δίπλα της υπήρχαν αλκοόλ και βαρβατουρικά. Ο θάνατος της δηλώθηκε σαν αυτοκτονία, αλλά τρεις μέρες αργότερα ο σύντροφός της κατηγορήθηκε ανοιχτά για έκθεση ανθρώπου σε κίνδυνο. Ο Χάσνι ήταν γνωστός playboy, παθολογικός ψεύτης, ζιγκολό και συχνά κακοποιούσε την ηθοποιό τόσο λεκτικά όσο και σωματικά. Οι κατηγορίες κατέπεσαν γρήγορα.
Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1979, ο δεύτερος σύζυγος της Ρομέν Γκαρί, διπλωμάτης και βραβευμένος συγγραφέας, εμφανίστηκε σε μια μικρή press conference και κατηγόρησε ευθέως για τον θάνατο της Σίμπεργκ το FBI, το οποίο για πάνω από μια δεκαετία συκοφαντούσε ανοιχτά την ηθοποιό διαρρέοντας στον Τύπο ανυπόστατα άρθρα για την προσωπική της ζωή και την αγωνιστική της δράση. Στο σημείωμα της δολοφονίας της ζητούσε συγγνώμη από το γιο της, αλλά δεν άντεχε άλλο τα νεύρα της. Νεύρα που είχαν τεντωθεί από ένα ανελέητο κυνήγι εναντίον της.
Η Τζιν Σίμπεργκ, γεννήθηκε στην Αϊόβα των ΗΠΑ στις 13 Νοεμβρίου του 1938. Από μικρή ήταν ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη πάνω στα ανθρώπινα δικαιώματα. Σε ηλικία μόλις 14 ετών, λάμβανε μέρος σε εκδηλώσεις και συμμετείχε σε δράσεις της NAACP της Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Έγχρωμων ανθρώπων, αλλά και σε οργανώσεις και κινήματα σχετικά με την ισότητα των δυο φύλων ή και τα δικαιώματα των ζώων. Ήταν μια δραστήρια και αρκετά ενημερωμένη έφηβη σε μια Αμερική της δεκαετίας του ’50, η οποία κάτω από τον συντηρητισμό της έκρυβε καλά τις έντονες κοινωνικές ζυμώσεις των οποίων τα αποτελέσματα θα ξεσπούσαν τις δυο επόμενες δεκαετίες σε όλες τις πολιτείες της.
Το 1957, ο Όττο Πρέμινγκερ, ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός ταινιών αναζητούσε ένα νέο φρέσκο πρόσωπο να ενσαρκώσει την Ζαν ντ’ Άρκ στην νέα του ταινία με κεντρικό θέμα την ζωή της άτυχης παρθένου, η οποία μπορεί να οδήγησε την Γαλλία σε νίκες, αλλά κάηκε στο τέλος ως αιρετική από τον ίδιο Βασιλιά που είχε βοηθήσει.
Ο Πρέμινγκερ προσέφερε 150.000 δολάρια σε όποιο κατάφερνε να του φέρει ένα κορίτσι όπως το είχε φανταστεί. Συνέρρευσαν πάνω από 18.000 νέες κοπέλες, αλλά το ρόλο τον κέρδισε η Σιμπεργκ κάνοντας πλουσιότερο κατά 150.000 δολάρια τον γείτονά της, ο οποίος την πρότεινε για το ρόλο.
Ο πρώτος της ρόλος στέφθηκε με πλήρη αποτυχία και η ίδια απογοητευμένη σκεφτόταν να μην ακολουθεί καριέρα ηθοποιού. Ο Πρέμινγκερ την ξαναχρησιμοποίησε την επόμενη χρονιά στην ταινία του ”Καλημέρα Θλίψη”, όπου και πάλι οι κριτικές ήταν καταστροφικές για τον τρόπο που έπαιζε. Τελικά η επιτυχία ήρθε στα χέρια του Πίτερ Σέλλερς το 1959 με την κωμωδία ”Το ποντίκι που βρυχάται”.
Στα γυρίσματα της ταινίας ”Καλημέρα Θλίψη” συναντά τον πρώτο της σύζυγο, τον Γάλλο Φρανσουά Μορέιγ. Σύντομα φεύγουν για την Γαλλία και εκεί συναντούν τον σκηνοθέτη του νέου γαλλικού σινεμά Ζαν- Λυκ Γκοντάρ, ο οποίος ψάχνει μια νέα πρωταγωνίστρια για να την ταιριάξει δίπλα στον Ζαν -Πολ Μπελμοντό για την ταινία ”Με κομμένη την ανάσα” το 1960. Η ταινία γίνεται παγκόσμια επιτυχία. Εκείνη όπως και ο Μπελμοντό ενσαρκώνουν τέλεια την νέα γενιά της δεκαετίας του ’60, η οποία προσπαθεί να βρει τον εαυτό της και να αποτινάξει τα παλιά δεδομένα, τόσο εντός όσο και εκτός της μεγάλης οθόνης. Το κοντό ξανθό μαλλί της γίνεται σημείο κατατεθέν της γυναικείας χειραφέτησης. Ο Φρανσουά Τρυφώ δηλώνει γοητευμένος μαζί της.
Εκείνη δεν φαίνεται να συγκινείται ιδιαίτερα. Παρά την επιτυχία της στην Γαλλία, εκείνη ήθελε να κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ και στη δική της πατρίδα. Μέσα στην επόμενη πενταετία,γυρίζει κυρίως ταινίες στην Γαλλία οι οποίες σημειώνουν επιτυχία. Από το 1965 και έπειτα η καριέρα της μοιράζεται μεταξύ των δυο χωρών, παρά τις δυσκολίες που είχε να κλείνει δουλειές στο Χόλιγουντ.
Η συκοφαντική εκστρατεία εναντίον της είχε ξεκινήσει από το FBI πριν ακόμα ξεκινήσει η καριέρα της. Όλη την δεκαετία του ’60, οι δραστηριότητες της και τα οικονομικά της περνούσαν από εξονυχιστικό έλεγχο από τις αρχές.Οι φιλίες της με Αφροαμερικάνους και η δωρεάν χρημάτων τόσο στην NACCP όσο και στο Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων στα μισά της δεκαετίας, άναψαν τα κόκκινα φώτα των αρχών. Το FBI χρησιμοποίησε κάθε αθέμιτο μέσο ώστε να καταστρέψει την φήμη της ηθοποιού και να της θέσει εμπόδια στην καριέρα της (πρόγραμμα COINTELPRO).
Η σχέση της με τον δεύτερο σύζυγο της Ρομέν Γκαρί, μπήκε κατευθείαν στο μικροσκόπιο από τη χρονιά 1962, όντας στην Γαλλία. Παντρεμένοι και οι δυο με άλλους συζύγους όταν ξεκίνησε η σχέση τους, σχολιάστηκε εντόνως από τις φυλλάδες του Τύπου. Αυτή ήταν όμως μόνο η κορυφή του παγόβουνου.
Το 1969, η Σίμπεργκ γυρίζει στο Μεξικό την ταινία ”Mancho Callahan” εμπλέκεται ερωτικά με τον φοιτητή -επαναστάτη Κάρλος Ορνέλλα Ναβάρρα. Μένει έγκυος μαζί του και το FBI δεν έχασε καιρό και χρησιμοποιώντας την δηλητηριώδη στήλη την Τζόις Χάμπερ στην εφημερίδα ”Los Angeles Times”, άρχισε να διαδίδει πως το παιδί που περιμένει έχει πατέρα τον ακτιβιστή και στέλεχος των Μαύρων Πανθήρων Ρέιμοντ Χιουίτ. Ακολουθεί δεύτερο δημοσίευμα στο ”Newsweek” με το ίδιο θέμα. Το σκάνδαλο που ξεσπά είναι μεγάλο και η πίεση οδηγεί σύντομα την Σίμπεργκ να γεννήσει πρόωρα ένα κοριτσάκι το οποίο φεύγει από την ζωή στις 25/08/1970.
Ο σύζυγος της Ρομέν Γκαρί, αποφασίζει να την καλύψει δηλώνοντας πως το παιδί ήταν δικό του επίσημα. Η σχέση τους είχε ήδη λήξει, αλλά γνωρίζοντας το κυνηγητό από το FBI και τις δράσεις του νεαρού επαναστάτη, ο δεύτερος τυπικά ακόμα σύζυγος της ως διπλωμάτης και διάσημος συγγραφέας είχε την δυνατότητα να της παράσχει προστασία απέναντι στα κακόβουλα δημοσιεύματα. Για να αποδείξουν πως το παιδί δεν ήταν του Χιούιτ διοργανώνουν ανοιχτή κηδεία και το φέρετρο του βρέφους είναι γυάλινο ώστε να φαίνεται πως το βρέφος είναι λευκό.
Το ζευγάρι κυνήγησε δικαστικά το ”Newsweek” και κατάφερε να κερδίσει την δίκη εναντίον του, κερδίζοντας αποζημίωση για το συκοφαντικό δημοσίευμα και την δημοσίευση της απόφασης τόσο στο εξώφυλλο του όσο και σε 8 άλλες εφημερίδες.
Η ζημιά όμως στην καριέρα και στην ζωή της ηθοποιού ήδη είχε συντελεστεί. Τα συμβόλαια τα οποία της πρότεινε το Χόλιγουντ ήταν ελάχιστα. Η ίδια συχνά γινόταν στόχος κακόβουλων δημόσιων σχολίων. Την παρακολουθούσαν συνεχώς, ενώ είχε δεχτεί και απειλητικά τηλεφωνήματα.
Σχεδόν για 10 χρόνια, μέχρι την ημέρα που βρέθηκε νεκρή οι έρευνες και οι προσπάθειες δυσφήμησης της δεν είχαν σταματήσει λεπτό. Η Σίμπεργκ υπήρξε θύμα μιας εποχής όπου η Αμερική είχε, αλλά και εφηύρε εχθρούς όταν το χρειαζόταν ώστε να κρατά την εσωτερική πίεση υπό έλεγχο και φόβο. Δεν ήταν μόνο εκείνη η ηθοποιός που στοχοποιήθηκε τόσο έντονα εκείνη την εποχή.
Το ίδιο διάστημα τόσο η Τζέιν Φόντα όσο και ο Μάρλον Μπράντο αντιμετώπιζαν το ίδιο κυνηγητό και αποκλεισμό από το Χόλιγουντ. Η μια είχε τις γερές πλάτες του πατέρας της και ο άλλος δεν τον ένοιαζε καθόλου τι θα σκεφτούν για εκείνον. Η Σίμπεργκ όμως ήταν ο εύκολος στόχος, ο εύθραυστος αποδιοπομπαίος τράγος που μπορούσαν να τον ”λυγίσουν” οι αρχές με τις συκοφαντίες τους. Παράδειγμα για να φιμώσουν όποιον άλλον ”μικρό και αδύναμο” πίστευε πως θα μπορούσε να σηκώσει κεφάλι στις αμερικανικές αρχές.
Η Σίμπεργκ μετά από έναν τρίτο αποτυχημένο γάμο με τον Ντένι Μπέρρυ, Αμερικάνο σκηνοθέτη και σεναριογράφο, γυρίζει στο Παρίσι και μένει με τον Αλγερινό σύντροφο της Αχμέτ Χασνί. Κάθε χρόνο για 9 έτη από το θάνατο της κόρης της αποπειράται να αυτοκτονήσει την ίδια μέρα που πέθανε το παιδί της στις 25 Αυγούστου, μέχρι που τα καταφέρνει τελικά τον Αύγουστο του 1979, 5 μέρες μετά την ένατη επέτειο του θανάτου της.