Τρεις διαφορετικές θέσεις για την εθνική οικονομία και το ευρώ
Σημίτης, Δραγασάκης, Λαπαβίτσας
Τρεις διαφορετικές στρατηγικές θέσεις για την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει η εθνική οικονομία και το ευρώ και ταυτόχρονα τρεις διακριτούς άξονες πολιτικής συζήτησης συνθέτουν οι πρόσφατες τοποθετήσεις των Κώστα Σημίτη, Γιάννη Δραγασάκη και Κώστα Λαπαβίτσα.
Η στάση απέναντι στους δανειστές, η στρατηγική στη διαπραγμάτευση και η σχέση με την Ευρωζώνη είναι τα σημαντικότερα σημεία των επιχειρημάτων τους, έτσι όπως αυτά καταγράφηκαν στα ΜΜΕ την εβδομάδα που πέρασε.
(Κώστας Σημίτης Εφημερίδα των Συντακτών 03.11.2013, Γιάννης Δραγασάκης Ρ/Σ 9,84 03.11.2013, Κώστας Λαπαβίτσας Εφημερίδα των Συντακτών 09.11.2013).
Πρώτη δημοσίευση Εφημερίδα των Συντακτών 09.11.2013
“Ηρωϊκές έξοδοι” και “μικρά καλάθια”
Τι να κάνουμε με το ευρώ;
Η διαμάχη με την τρόικα και το καταφανές αδιέξοδο που αντιμετωπίζει η χώρα, ξανάφεραν στο προσκήνιο τη συζήτηση για το ευρώ. Έκαναν επίσης φανερή την έλλειψη εθνικού σχεδίου για να βγει η χώρα από την κρίση, καθώς το μόνο σχέδιο που ουσιαστικά υπάρχει είναι αυτό της τρόικας, δηλαδή τα μνημόνια.
Η απουσία εθνικού σχεδίου δεν είναι ούτε τυχαία, ούτε ένδειξη ελληνικής ανοργανωσιάς, αλλά συνδέεται άμεσα με την απόφαση να παραμείνει η χώρα στην ΟΝΕ. Αν το ευρώ είναι αδιαπραγμάτευτο, τότε το μόνο εφικτό σχέδιο είναι αυτό της τρόικας, έστω με μικρές παραλλαγές, ή χωρίς τα παιδαριώδη λάθη του πρώτου μνημονίου. Αν θέλουμε να υπάρξει ανεξάρτητο σχέδιο, ώστε να μπορέσει να διαπραγματευτεί η χώρα αποτελεσματικά με τους δανειστές της, το θέμα του νομίσματος θα μπει αναπόφευκτα στο τραπέζι.
Τρεις παρατηρήσεις έχουν απόλυτη σημασία στο σημείο αυτό.
Παρατήρηση πρώτη
Το ευρώ είναι βαθύτατα προβληματικό όχι μόνο ως προς τη Ελλάδα, αλλά ως προς ολόκληρη την ευρωζώνη. Το πρόβλημα δεν είναι δυστυχώς ‘τεχνικό’, όπως υποστηρίζουν όσοι θέλουν να διασώσουν το ευρώ με ευρωομόλογα, τραπεζικές ενώσεις, ενεργητική κεντρική τράπεζα, δημοσιονομικές μεταβιβάσεις και τα παρόμοια. Είναι βαθύτατα κοινωνικό: η Γερμανία έχει συμπιέσει την αμοιβή της εργασίας τόσο ώστε να αποκτήσει μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα εντός της ευρωζώνης. Το γερμανικό πλεονέκτημα εμφανίστηκε αρχικά ως προς την περιφέρεια, αλλά τώρα έχει γίνει απαγορευτικό και ως προς την Ιταλία και τη Γαλλία.
Το Βερολίνο έχει αρνηθεί ουσιαστικές αλλαγές στην ΟΝΕ γιατί το μεγάλο γερμανικό κεφάλαιο έχει ωφεληθεί τα μέγιστα από την παρούσα κατάσταση. Δεν αποδέχθηκε καμία από τις έξυπνες ‘τεχνικές’ λύσεις που προτάθηκαν και επέβαλε λιτότητα μεταφέροντας το κόστος προσαρμογής εξ ολοκλήρου στην περιφέρεια. Η πολιτική αυτή είχε το μεγάλο πλεονέκτημα να εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα της Γερμανίας, ενώ παράλληλα απέφυγε την άμεση κατάρρευση της ευρωζώνης. Η μόνη χώρα για την οποία η συμμετοχή στην ευρωζώνη δε σημαίνει απουσία εθνικού σχεδίου είναι η Γερμανία, ακριβώς γιατί η ευρωζώνη εξυπηρετεί πλήρως τα γερμανικά συμφέροντα. Η γερμανική πολιτική είναι όμως κοντόφθαλμη. Δημιούργησε τρομακτικές κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις στην περιφέρεια, ενώ δεν έλυσε το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της Ιταλίας και της Γαλλίας. Το ευρώ δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο και η επόμενη ευρωκρίση είναι θέμα χρόνου.
Παρατήρηση δεύτερη
Η παραμονή στην ΟΝΕ με οποιοδήποτε κόστος οδήγησε στην ‘εσωτερική υποτίμηση’, τις ιδιωτικοποιήσεις και την απελευθέρωση των αγορών. Το μίγμα αυτό ήταν απόλυτα προβλέψιμο μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ, όπως προβλέψιμα ήταν και τα επακόλουθά του. Αφού η Ελλάδα δεν είχε δικό της σχέδιο και υπάκουσε στις υποδείξεις των δανειστών που ήθελαν πρωτίστως να εξασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα, ακολούθησε οικονομική καταστροφή και κοινωνικός Αρμαγεδδών. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη εθνική ζημία σε καιρό ειρήνης στην ιστορία της χώρας, καταγεγραμμένη πλέον σε όλους τους επίσημους ευρωπαϊκούς και παγκόσμιους δείκτες. Από την ιστορικά αποτυχημένη αυτή απόφαση, η χώρα θα χρειαστεί δεκαετίες και πολλές γενιές για να ανακάμψει.
Η Ελλάδα έπρεπε από το 2010 να είχε συντάξει ένα εθνικό σχέδιο για την οικονομία και να αποχωρήσει συντεταγμένα από την ΟΝΕ, προχωρώντας ταυτόχρονα σε στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους. Η ελληνική οικονομία δεν είχε ακόμη γονατίσει, ενώ το χρέος ήταν προς ιδιώτες και υπό ελληνική νομοθεσία. Θα ακολουθούσε μια δύσκολη περίοδος, αλλά όχι δυσκολότερη από την καταστροφή που τελικά συνέβη, την οποία ζούμε σήμερα και θα ζήσουμε για τις επόμενες γενιές. Η ύπαρξη εθνικού σχεδίου στη βάση συνειδητής ηγεσίας και κοινωνικής συσπείρωσης θα έβαζαν γρήγορα τη χώρα σε ανάκαμψη. Σε αυτές τις συνθήκες θα υπήρχε η δυνατότητα ουσιαστικής κοινωνικής αλλαγής υπέρ των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, καθώς και βαθιάς οικονομικής μεταρρύθμισης.
Παρατήρηση τρίτη
Το κενό ανταγωνιστικότητας έχει πλέον σχεδόν κλείσει ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Γερμανία, γιατί έχουν συντριβεί οι μισθοί. Η προσαρμογή όμως έγινε μέσω τεράστιας ανεργίας και καταστροφής του οικονομικού και κοινωνικού ιστού και γι’ αυτό τα αποτελέσματά της θα είναι αναιμικά. Όταν τελειώσει η ύφεση, η Ελλάδα θα συνεχίζει να αντιμετωπίζει για χρόνια, χαμηλή κατανάλωση, χαμηλές δημόσιες δαπάνες, υψηλή φορολογία, προβληματικές ιδιωτικές επενδύσεις, υψηλή ανεργία, μετανάστευση των πλέον ειδικευμένων και φυσικά, τεράστιο χρέος. Παράλληλα θα υπάρχει απώλεια εθνικής κυριαρχίας, εξασθένιση της δημοκρατίας και εκρηκτικές κοινωνικές αντιθέσεις. Οι δυνατότητες εναλλακτικής πολιτικής μέσα στο ασφυκτικό θεσμικό πλαίσιο της ΟΝΕ είναι αμελητέες.
Τι πρέπει να γίνει, λοιπόν;
Μια απάντηση μας δίνει ο κ. Σημίτης. Αφού διαπιστώσει ότι η ευρωζώνη δε λαμβάνει ουσιαστικά μέτρα ανάπτυξης και αλληλεγγύης, μας πληροφορεί ότι η μονόπλευρη αποδέσμευση της Ελλάδας από τις υποχρεώσεις της όπως προτείνουν ‘ορισμένα ελληνικά κόμματα’, είναι εξωπραγματική, αν θέλουμε να παραμείνουμε στην ευρωζώνη. Η δε ‘ηρωική έξοδος’ θα έχει σοβαρότατες αρνητικές επιπτώσεις.
Συνεπώς: «Η μόνη δυνατή για την Ελλάδα στρατηγική είναι η υποβολή καλά επεξεργασμένων και πειστικών προτάσεων για την υπέρβαση του προβλήματος, η εκπόνηση πολιτικών για την ανάπτυξη με συγχρηματοδότηση της Ένωσης, η εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων για την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας και η συνεχής επίμονη διαπραγμάτευση».
Αυτό το συνονθύλευμα – που στην πράξη είναι η πολιτική που ήδη ακολουθεί η κυβέρνηση Σαμαρά – είναι ότι έχει να προτείνει στην κατεστραμμένη Ελλάδα ο αυθεντικός εκπρόσωπος της κεντροαριστεράς. Χρειάζονται κι άλλες αποδείξεις ιστορικής χρεοκοπίας;
Μια άλλη απάντηση μας δίνει ο κ. Δραγασάκης. Το κόμμα του θα διαπραγματευτεί δυναμικά την ακύρωση του μνημονίου και την αναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης, εξηγώντας στους απέναντι ότι η παρούσα πολιτική είναι καταστροφική. Θα διεκδικήσει αναπτυξιακή πορεία, έστω κι αν αυτό φέρει ρήξεις, οι οποίες όμως θα είναι εντός της ευρωζώνης. Αυτό που δεν εξηγεί σε μας είναι γιατί, αφού η παραμονή στην ευρωζώνη είναι η βασική του επιλογή, θα τα καταφέρει καλύτερα από τους προηγούμενους; Κάτι θα γνωρίζει όμως δεδομένου ότι προτείνει στον Σύριζα να κρατάει ‘μικρό καλάθι’. Μέσα στην ευρωζώνη μόνο τέτοιο είναι διαθέσιμο.
Στην πραγματικότητα η χώρα δεν έχει άλλο διαπραγματευτικό χαρτί από το να θέσει η ίδια θέμα εξόδου από την ΟΝΕ και παύσης πληρωμών. Μόνο με αυτό το ενδεχόμενο στο τραπέζι μπορεί η Ελλάδα να αποκτήσει ρόλο στη διαπραγμάτευση, αντί να άγεται και να φέρεται από τους δανειστές. Αλίμονό της όμως αν το κάνει χωρίς να το εννοεί και χωρίς να είναι προετοιμασμένη τεχνικά, πολιτικά και ψυχολογικά. Συνεπώς η ύπαρξη εθνικού σχεδίου για την οικονομία είναι σήμερα περισσότερο απαραίτητη από ποτέ για λόγους κοινωνικής και εθνικής επιβίωσης.
Η έξοδος θα είναι βέβαια καλύτερα να γίνει με συμφωνία, όπως προσφέρθηκε στην Ελλάδα στο παρελθόν και αυτή την αρνήθηκε. Αλλά η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη και για μονομερείς ενέργειες γιατί πλέον είναι θέμα κοινωνικής και εθνικής επιβίωσης. Η επιλογή της “συντεταγμένης εξόδου” παραμένει και σήμερα απολύτως εφικτή και θα ήταν ευχής έργο να μη φτάσει η χώρα εκεί μετά από ακόμη βαθύτερη καταστροφή, με απρόβλεπτες κοινωνικές συνέπειες.