Το καλοκαίρι του 93, μια παρέα παιδιών από 20 ως 30, καβαλάγαμε τα παπάκια στην Αστυπάλαια και τραγουδάμε – υλοποιούσαμε μάλλον – τα τραγούδια του Χρήστου Κυριαζή. Κυρίως το “Επιμένω” και “Τα τσιγάρα τα ποτά και τα ξενύχτια”. Μεγάλες στιγμές….
Μετά γυρίζαμε στο κάμπινγκ που μέναμε και αξιώναμε να τα ακούσουμε αλλά η διεύθυνση απέρριπτε αυτήν την μουσική ως όχι δεόντως στοχαστική. Αναγκάστηκε όμως υπό την πίεση του πλήθους να την δεχθεί.
Αυτός ο δίσκος που’χε βγάλει τότε ο Κυριαζής – που δεν τον λες μεγάλο συνθέτη – είχε κάτι το αυθεντικό, πηγαίο και κυρίως κάτι το ειλικρινές και αφτιασίδωτο. Οι ενορχηστρώσεις ήταν στα όρια του τραγικού πλην όμως περισσότερα από τα μισά του τραγούδια έγιναν κτήμα μιας διευρυμένης νεολαίας που ένωνε όλες τις πολιτικές και αισθητικές φυλές στο άκουσμά τους με μεγάλο ενθουσιασμό. Διότι τα τραγούδια κάτι έλεγαν. Και μουσικά και στιχουργικά.
Για το λόγο αυτό, πολύς κόσμος στενοχωρήθηκε με το θάνατο του ανθρώπου. Διότι χωρίς να είναι ο μεγάλος ταλαντούχος – κι ούτε να περνάει τον εαυτό του για τέτοιον – έγραψε τραγούδια που άφησαν το όμορφο αποτύπωμά του στα τέλη του 20ου.
Στον Κυριαζή είπαμε και λέμε ναι λοιπόν, όχι μόνο γιατί μας θυμίζει τα νιάτα μας, αλλά διότι υπήρξε ένας αξιοπρέπης, γοητευτικός άνθρωπος με συνείδηση των δεξιοτήτων και των ορίων του, χάρισμα σπάνιο στο χώρο αυτόν.
Πρώτη δημοσίευση στο Facebook