Το αίτημα για επιστροφή των κλεμμένων Γλυπτών του Παρθενώνα είναι παλιό: η εκστρατεία ξεκίνησε από την Μελίνα Μερκούρη άλλα παρότι παρέμενε μέρος της πολιτικής της εκάστοτε κυβέρνησης, εντούτοις ουδέποτε παρουσιάστηκε μια πειστική και συνεχής καμπάνια όπου τα αποτελέσματα της θα ασκούσαν ουσιαστική πίεση στο Βρετανικο Μουσείο άλλα και στην Βρετανική Κυβέρνηση που, στην ουσία, κρύβεται πίσω από το Διοικητικό Συμβούλιο.
Άλλωστε το θέμα των Γλυπτών παραμένει περίπτωση αρχαίων που κλάπηκαν βγήκαν από χωρά χωρίς την άδεια της (τότε) νόμιμης κυβέρνησης. Η διεθνής πρακτική, η οποία ασκείται εδώ και χρόνια, είναι η επιστροφή των κλεμμένων στον νόμιμο ιδιοκτήτη και η αποζημίωση σε αυτόν που τα κατέχει παρανόμως να δίδεται από τον προμηθευτή- στην περίπτωση αυτή η οποία αποζημίωση θα πρέπει να δοθεί από τον άνθρωπο που τα έκλεψε και τα παραχώρησε στο Μουσείο, τον Λόρδο Ελγιν (και τους απογόνους του εάν έχουν αποδεχθεί την κληρονομία του).
Η χθεσινή ανακίνηση του θέματος από τον Πρωθυπουργό θα είχε πράγματι ιδιαίτερο ενδιαφέρον εάν αποτελούσε προπομπό μιας καινούργιας και ολοκληρωμένης καμπάνιας με στόχο το κόστος διατήρησης των κλεμμένων Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο να υπερβαίνει το κέρδος διατήρησης των στην συλλογή τους. Σίγουρα μια τέτοια καμπάνια θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και περιπλοκή- προφανώς δε, οι υπεύθυνοι αρμόδιοι δεν πιστέψαν ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί ο στόχος.
Κι όμως η φαρέτρα μας είναι αρκετά γεμάτη. Μια έξυπνη και δημιουργική καμπάνια θα μπορούσε να αλλάξει τα σημερινά δεδομένα: μια καμπάνια που συμπεριλαμβάνει όχι μόνο τον αυστηρά κυβερνητικό παράγοντα άλλα επίσης οργανισμούς, μουσεία, αεροδρόμια, ξενοδοχεία, επιχειρήσεις και social media και θα έβρισκε συμπαραστάτες σε όλους τους συμπατριώτες μας (ανεξαρτήτως πολίτικων φρονημάτων) άλλα και σε πολλούς άλλους- ενδεχομένως ακόμα και σε Βρετανούς.
Άλλωστε, τι έχουμε να χάσουμε;