Η πιο θετική είδηση που παρήγαγε τον τελευταίο καιρό ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι η ανακοίνωση της επιτροπής συμβούλων του Αλέξη Τσίπρα. Την υποδέχθηκαν με έκπληξη και ενδιαφέρον ακόμα και τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης. Ας το κρατήσουμε αυτό στην προσπάθεια να “ψυχογραφήσουμε” όσα συμβαίνουν στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης με την ελπίδα πως δεν αποτελεί μια μόνο “στιγμή” αλλά ένας ευρύτερος σχεδιασμός με αρχή, μέση και τέλος.
Στη συνάντηση που είχε ο πρόεδρος του κόμματος με τα μέλη αυτής της επιτροπής έγινε λόγος για “τα καλύτερα μυαλά της χώρας”. Και αναμφίβολα πρόκειται για επιστήμονες και τεχνοκράτες που δεν προσδοκούν παράσημα από τις κομματικές επετηρίδες και τις “τάσεις” αλλά έχουν κατοχυρώσει την αυτάρκεια τους σε πανεπιστήμια, εργαστήρια, διεθνή fora και στον επαγγελματικό στίβο. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιεί τέτοιες σημαντικές προσωπικότητες (υπήρχαν κάποια τέτοια στελέχη και στη διακυβέρνηση του), είναι, όμως, η πρώτη φορά που τις αναδεικνύει, τις τιμά, τις φέρνει στην εμπροσθοφυλακή και δείχνει πως ίσως αποτελέσουν την “μαγιά” ενός νέου μείγματος τεχνοκρατικής προσέγγισης.
Τα “καλύτερα μυαλά της χώρας” είναι, επί της ουσίας, μια καθυστερημένη απάντηση στα “καλύτερα βιογραφικά της χώρας” του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ο τελευταίος έκανε το ίδιο βήμα από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την ηγεσία της Ν.Δ, παρήγαγε την εντύπωση περί “αριστείας” στη διακυβέρνηση και τοποθέτησε αρκετά τέτοια πρόσωπα στο κυβερνητικό σχήμα. Κάποιοι του βγήκαν, κάποιοι όχι. Παρά την “βοή” μεταξύ των βουλευτών που αρκετοί εξ αυτών είδαν να παραγκωνίζονται από τις “μετεγγραφές”, και παρά το γεγονός πως ορισμένοι υπονομεύτηκαν από την σύγχιση των αρμοδιοτήτων και τις “ντίβες” της κομματικής γραφειοκρατίας, ο πρωθυπουργός ωφελήθηκε πολιτικά και επικοινωνιακά από συγκεκριμένες τέτοιες περιπτώσεις. Ο Κυριάκος Πιερακκάκης, για παράδειγμα, έχει μετατραπεί σε κυβερνητικό τοτέμ καινοτομίας και αποτελεσματικότητας και είναι αλήθεια πως η εντύπωση αυτή δεν συνιστά υπερβολή.
Αρκετοί διατυπώνουν το ερώτημα: πρόκειται για την πρώτη μιας σειράς παρόμοιων κινήσεων του Αλέξη Τσίπρα, ή θα αποδειχθεί ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα που θα σβήσει σύντομα μέσα στις ποσοστώσεις και τις σκιαμαχίες για τον έλεγχο της νομής του “βαθέως” κομματικού μηχανισμού; Θα απαντηθεί στην πορεία προς το συνέδριο (αλλά και μετά).
Φαίνεται πως ο Αλέξης Τσίπρας έχει κατανοήσει πως την επιστροφή στη διακυβέρνηση δεν μπορεί να την εγγυηθεί η “παρέα της κατασκήνωσης” και οι συντροφιές του παλαιότερου ακτιβισμού, ιδιαίτερα όταν η συντηρητικοποίηση της κοινωνίας απαιτεί πολιτικές και πρόσωπα που να μπορούν να περιγράψουν πιο ήρεμα αφηγήματα και όχι ρήξεις που ενίοτε ισοδυναμούν με “ηρωϊκά” άλματα στο κενό.
Πρακτικά αυτό σημαίνει πως λίγοι μπορούν και πρέπει να επιβιώσουν από την ομάδα του 2015-19, όχι απαραίτητα γιατί ήταν ανίκανοι αλλά, κυρίως, επειδή ταυτίστηκαν με συμπεριφορές και πρακτικές που ανήκουν οριστικά και ανεπιστρεπτί σε μια άλλη εποχή.
Αυτή η θετική εκφορά ενός νεωτεριστικού πολιτικού λόγου που να συνάδει με την εποχή, την οποία αναδεικνύει το “think tank” Τσίπρα, είναι εν μέρει και η απάντηση στο ερώτημα σχετικά με το πως μπορεί να γίνει η επιστροφή στην εξουσία. Εν μέρει.
Διότι μέχρι σήμερα φαίνεται να κυριαρχεί στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ η άποψη πως η αντιπαράθεση με την κυβέρνηση Μητσοτάκη πρέπει να γίνει (μόνο) στο πεδίο της αρνητικής ψήφου. Να εδραιωθεί, δηλαδή, η αντίληψη πως πρόκειται για την “χειρότερη κυβέρνηση …ever”, να σωρρευθεί η απογοήτευση και η δυσαρέσκεια των πολιτών, να συντρέξουν, πιθανώς, και κάποια καταστροφικά σενάρια (πανδημία, ακρίβεια, δημοσιονομικές εξελίξεις κ.ά), ώστε να αναδυθεί η αξιωματική αντιπολίτευση ως εναλλακτική διακυβέρνηση.
Την περίοδο του δικομματισμού Ν.Δ-ΠΑΣΟΚ, η στρατηγική του “ώριμου φρούτου” μέσα από σκληρό αρνητικό λόγο και πόλωση, ήταν η συνηθέστερη συνταγή. Φαίνεται πως η δυναμική της έχει εξαντληθεί μετά την περίοδο των μνημονίων και την υγειονομική κρίση. Οι ρήξεις δεν γοητεύουν πια τους πολίτες, αντιθέτως είναι η προσδοκία εξασφάλισης της ηρεμίας και η ελάχιστη κοινωνική ασφάλεια που αποτελεί ζητούμενο για τους περισσότερους.
Όσο κι αν η αρνητική ψήφος παραμένει μία παράμετρος στην εναλλαγή, το θετικό αφήγημα γίνεται πλέον κρισιμότερο και ανθεκτικότερο στο χρόνο. Γι αυτό και η προβολή νέων προσώπων με μετριοπαθές, κεντροαριστερό και τεχνοκρατικό προφίλ είναι πολύ πιο σημαντική από τους φωνακλάδες “οπλαρχηγούς” και τους σχεδιαστές των “μεγάλων πολέμων”.
Η τακτική Μητσοτάκη
Ίσως, ακριβώς γι’ αυτό ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει διαβάσει σωστά τις κοινωνικές τάσεις επιμένει στο μεταρρυθμιστικό προφίλ –ενίοτε υπερβολικό ή και ψευδές– και επιχειρεί να πλήξει τον ΣΥΡΙΖΑ απαξιώνοντας ακόμα και τις επιτυχίες της προηγούμενης διακυβέρνησης. Το “εσείς μας βάλατε στα μνημόνια”, για παράδειγμα, δεν ήταν μια κατηγορίες που εκτοξεύτηκε “εκ παραδρομής”. Το Μέγαρο Μαξίμου με την πολυπληθή ομάδα επικοινωνιολόγων και δημοσκόπων αντιλαμβάνεται πως για να συντηρηθεί το αντι-ΣΥΡΙΖΑ κλίμα πρέπει να ανακαλεί στη μνήμη των ψηφοφόρων στιγμές του παρελθόντος, να τις απαξιώνει και να τις ενοχοποιεί.
Σε αυτό συνδράμει συχνά και η ενοχικότητα του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ για το κυβερνητικό παρελθόν του. Η κυβέρνηση Τσίπρα, για παράδειγμα, είχε δύο σπουδαίες στιγμές: την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από τα μνημόνια και την Συμφωνία των Πρεσπών. Και στις δύο ο Αλέξης Τσίπρας ως πρωθυπουργός επέλεξε να αναλάβει πλήρως το πολιτικό κόστος επιλογών που γνώριζε πως θα είχαν βαρύ συναισθηματικό, πολιτικό και κοινωνικό φορτίο. Προκαλεί απορία το γεγονός πως η υπεράσπιση αυτών των καλών στιγμώς της διακυβέρνησής του δεν γίνεται επαρκώς από τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Αναγκάστηκε, για παράδειγμα, περίπου να υιοθετήσει την άποψη ότι η οικονομική πολιτική της εξόδου από τα μνημόνια κατέστρεψε την μεσαία τάξη και δεν εξήγησε εάν, πως και γιατί συνέβη εν μέρει κάτι τέτοιο, αλλά, κυρίως, ποιο ήταν το τελικό αποτέλεσμα. Ακόμα και το ευρύτερο οικονομικό επιτελείο της εποχής εκείνης απουσίαζε για καιρό από τις επικοινωνιακές μάχες και προτίμησε να μείνει στα μετόπισθεν- ενίοτε κάποιοι ασχολήθηκαν περισσότερο με τις εσωκομματικές ισορροπίες και λιγότερο με τά δικά τους πεπραγμένα.
Ακόμα και στο θέμα των Πρεσπών, η υπεράσπιση της συμφωνίας με καθημερινή παρακολούθηση της εφαρμογής της, με καθοδήγηση της κυβέρνησης και εγκλήσεις όπου κρινόταν απαραίτητο, αφέθηκε στην τύχη της με μοναδική επιδίωξη αυτή της δικαίωσης για την καταστροφική αντιπολίτευση που άσκησε η Ν.Δ. Ένα θέμα, δηλαδή, για το οποίο ο Αλέξης Τσίπρας κέρδισε διεθνή βραβεία και σημαντική αναγνώριση στους γεωπολιτικούς κύκλους, εγκαταλείφθηκε στην μεμψιμοιρία σχετικά με το εκλογικό αποτύπωμα που είχε (κάτι εξαιρετικά αμφίβολο) και στις ανούσιες ίντριγκες που “έκαψαν” ακόμα και τις σχέσεις με τον υπογράφοντα την συμφωνία πρώην υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά.
Η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης προσπαθεί να κατοχυρώσει την άποψη περί “διακυβέρνησης μηδενικού αποτελέσματος” από τον ΣΥΡΙΖΑ, επιμένει στο πρώτο εξάμηνο του 2015, αποενοχοποιεί πλήρως την εποχή που προκάλεσε την χρεοκοπία και την υπαγωγή στο πρώτο μνημόνιο (περίοδος Καραμανλή και Σημίτη) και “αγιογραφεί” το διάστημα 2012-2014. Ποντάροντας στην αμηχανία της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την αδυναμία της να αισθανθεί βολικά με ορισμένα τουλάχιστον από εκείνα που πέτυχε.
Ακόμα και στον τομέα της οικονομίας και της ανάπτυξης είναι χαρακτηριστικό πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κατορθώσει να απαντήσει τεκμηριωμένα στην κατηγορία ότι επί των ημερών του δεν έγινε ούτε μία ιδιωτική επένδυση ή ότι αποστρέφεται την επιχειρηματικότητα.
Τούτων δοθέντων εξηγείται γιατί το “think tank” Τσίπρα μπορεί να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση παραγωγής θετικού αφηγήματος- χωρίς, βεβαίως, να υποτιμάται η σκληρή αντιπολίτευση που οφείλει να κάνει.
Ένα άλλο ζήτημα το οποίο πρέπει να προβληματίσει τους ιθύνοντες της Κουμουνδούρου είναι ότι η τακτική της εκπέμπει μηνύματα ετεροπροσδιορισμού. Ετεροπροσδιορίζεται όταν αναδεικνύει μόνο τα αρνητικά της κυβέρνησης χωρίς να ξεδιπλώνει η ίδια σχεδιασμό νέας διακυβέρνησης με σύγχρονο πρόσημο (ποιά ανάπτυξη, ποιά πολιτική ως προς την κλιματική αλλαγή, ποιό κοινωνικό κράτος κ.ά), ετεροπροσδιορίζεται, όμως, και όταν περιορίζεται στο να συναρτά την επιστροφή της στην εξουσία με τις εξελίξεις στο ΚΙΝ.ΑΛ.
Ζητείται σχέδιο για την …”άλλη μισή δουλειά”
Μπορεί, όντως, οι εξελίξεις να ευνοήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ –αν και δεν θα οφείλονται στον ίδιο αλλά σε εξωτερικούς παράγοντες-, είναι αμφίβολο, όμως, εάν οι ψηφοφόροι θα αισθανθούν άνετα να επιλέξουν μεταξύ της δυσφορίας τους για τις κυβερνητικές επιδόσεις και ενός ακαθόριστου σχήματος κυβερνητικής συνεργασίας που μόνο οριακά θα αντέχει στην εκλογική αριθμητική. Υπάρχει σενάριο, για παράδειγμα, στην περίπτωση που οι εξελίξεις ως προς την ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛ δεν επιτρέπουν ή θα καθιστούν δύσκολο το εγχείρημα της “προοδευτικής διακυβέρνησης”; Έχουν πράγματι μετρηθεί και αξιολογηθεί οι πιθανές συμμαχίες με τρίτο κόμμα ή το σενάριο περί διακυβέρνησης μειοψηφίας;
Κι ακόμα, υπάρχουν σκέψεις και ακόμα περισσότερο σχεδιασμός τι θα συμβεί σε περίπτωση ήττας και μιας ακόμα κυβερνητικής θητείας Μητσοτάκη;
Είναι αλήθεια πως ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει και πιθανότατα δεν θα έχει αμφισβήτηση στο κόμμα του. Η πλειονότητα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ συνδέουν την ψήφο τους με την εμπιστοσύνη και την συμπάθεια προς την ηγεσία Τσίπρα. Δεν υπάρχει πρόσωπο -τουλάχιστον στο ορατό μέλλον- που θα μπορούσε να αποτελέσει ικανή εναλλακτική, τέτοια που να συγκρατεί το κόμμα στην τροχιά διεκδίκησης της εξουσίας στο μέλλον.
Αυτό, όμως, δεν αρκεί. Κανένα κόμμα εξουσίας δεν παραμένει ισχυρό εάν δεν διαθέτει σαφές χρονοδιάγραμμα επιστροφής στην διακυβέρνηση. Ο πολιτικός ορίζοντας για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα δεν κλείνει, φυσικά, στις επόμενες (διπλές) εκλογές, είτε αυτές διεξαχθούν το 2022, είτε το 2023. Το 2024 θα στηθούν οι καλπες των ευρωεκλογών και το 2025 η Βουλή θα κληθεί να εκλέξει (νέο/α) Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όλα αυτά σκιαγραφούν μία περίοδο πολιτικών εξελίξεων και ανακατατάξεων που θα συνδυαστούν με κρίσιμα και σκληρά διλήμματα σχετικά με την οικονομία που καμία σχέση δεν θα έχουν με την σημερινή “ευωχία” λόγω των θετικών προβλέψεων.
Οι πιο θερμοί υποστηριχτές του Αλέξη Τσίπρα λένε πως μέχρι σήμερα έκανε τη “μισή δουλειά” (ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα εξουσίας, πρώτη περίοδο διακυβέρνησης για κόμμα της Αριστεράς, έξοδο από τα μνημόνια κ.ά) και πως του απομένει η άλλη “μισή”. Ήτοι, μετασχηματισμός σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κόμμα της κεντροαριστεράς (ή αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, όπως λένε κάποιοι) και εδραίωσή του ως εναλλακτικός πολιτικός πόλος με κοινωνικές ρίζες και οργάνωση παράταξης. Το ζήτημα είναι να θέλει και να μπορεί να την κάνει. Έχει καταστήσει σαφές πως θέλει. Μένει να αποδείξει ότι μπορεί. Με ποιούς, πως και προς ποια κατεύθυνση…