Με το 5ο κύμα της μετάλλαξης Όμικρον να προσβάλλει την μία μετά την άλλη τις ευρωπαϊκές χώρες και να αναγκάζει κυβερνήσεις να επιβάλλουν γενικά lockdown (που είχαν αποκλειστεί κατηγορηματικά στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής), θα ήταν παράδοξο να πιθανολογεί κανείς μία πρόωρη προσφυγή στις κάλπες το επόμενο διάστημα. Ακόμα, δε, περισσότερο όταν ο πρωθυπουργός έχει ρητά διαψεύσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο σε περισσότερες από δέκα δημόσιες τοποθετήσεις του τους τελευταίους μήνες.
Ωστόσο, η αιφνίδια πρόσκληση-πρόκληση εκ μέρους του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης –“παραιτηθείτε και προκηρύξτε εκλογές”– βάζει εκ των πραγμάτων το θέμα στο καλεντάρι του 2022. Όχι επειδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα σηκώσει το γάντι, αλλά επειδή με τη νέα χρονιά η πολιτική ζωή εισέρχεται ούτως ή άλλως σε μια μακρά προεκλογική περίοδο με απώτατο ορίζοντα την άνοιξη ή τις αρχές του φθινοπώρου του 2023 αλλά και με ζωντανό το ενδεχόμενο της πρόωρης προσφυγής. Ακόμα κι αν η κυβέρνηση εξαντλήσει τη θητεία της, για τους επόμενους περίπου δέκα οκτώ μήνες τα εκλογικά σενάρια θα εγκατασταθούν για τα καλά στην πολιτική συζήτηση.
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν ζήτησε, προφανώς, εκλογές για να το ξεχάσει. Θα επαναφέρει το σχετικό αίτημα για τους δικούς του λόγους:
–Πρώτον, για να μεταφέρει την πολιτική αντιπαράθεση στο θεωρητικά ευνοϊκότερο για τον ίδιο δίλημμα “Μητσοτάκης ή Τσίπρας”,
–Δεύτερον, επειδή το αίτημα για εκλογές σηματοδοτεί με τον εμφατικότερο τρόπο την απαίτηση του “ακροατηρίου” του για ακόμα πιο σκληρή αντιπολίτευση,
–Τρίτον, διότι συσπειρώνει το “χαλαρό” εκλογικό σώμα του ΣΥΡΙΖΑ και ίσως ανατρέψει την υποεκπροσώπησή του στα δείγματα των δημοσκοπικών ερευνών-όπως επισημαίνουν κατ΄ ιδίαν σχεδόν όλοι οι δημοσκόποι,
–Τετάρτον, επειδή με αυτό τον τρόπο ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κρατά για τον εαυτό του την πρωτοβουλία στον χώρο της κεντροαριστεράς με αντιδεξιό πρόσημο και αναγκάζει τον νέο πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ να ανοίξει γρηγορότερα τα χαρτιά του.
Αναμφίβολα, ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι ο νέος και σε κάποιο βαθμό απρόβλεπτος παίκτης στην πολιτική σκακιέρα. Προς το παρόν “δοξάζεται” από τις δημοσκοπήσεις που του δίνουν ποσοστά της τάξης του 15% και μάλιστα σε απόσταση αναπνοής από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ορισμένοι αναλυτές αποκαλούν το φαινόμενο “σπάσιμο της παγωμένης λίμνης” *, εννοώντας πως η δημοσκοπική εκτόξευση του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ δημιουργεί την εντύπωση ρήγματος στον διπολισμό (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ) και βάζει εντελώς νέα δεδομένα στο παιχνίδι. Κάποιοι κάνουν ένα ακόμα βήμα και πιθανολογούν πως προοπτικά το τρίτο κόμμα μπορεί να γίνει δεύτερο. Το είπε, άλλωστε, μεταξύ σοβαρού και αστείου (ως ευχή αλλά και ως…ξόρκι) ο ίδιος ο πρωθυπουργός μετατρέποντας σε πρόβλεψη τα τελευταία ευρήματα των μετρήσεων (MRB,Καπα Research και Marc) σχετικά με την θεαματική είσοδο του Νίκου Ανδρουλάκη στον ανταγωνισμό των μεγάλων.
“Δοξάζεται”, βεβαίως, κρυπτόμενος, υπό την έννοια πως η σε γενικές γραμμές συγκροτημένη και ενδιαφέρουσα ομιλία του εκπροσώπου του στη Βουλή Μιχάλη Κατρίνη δεν παρουσίασε κάποιο καθαρό στίγμα προθέσεων και μάλλον επιβεβαίωσε το “δόγμα της αυτονομίας”.
Είναι αλήθεια πως δεν πρέπει να υποτιμά κανείς την δυναμική που μπορεί να αναπτύξει το παλαιό κόμμα υπό τη νέα διεύθυνση (αν και το είδαμε ξανά το 2017 με την εκλογή της αείμνηστης Φώφης Γεννηματά, υπό διαφορετικές, ωστόσο, πολιτικές συνθήκες), όπως και την εκδηλωμένη πρόθεση πολιτικών και μη πολιτικών κέντρων διαμόρφωσης της κοινής γνώμης να το στηρίξουν. Κυρίως, ως αντίπαλο δέος στον ΣΥΡΙΖΑ, δεδομένου ότι είναι σαφές πως αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο είναι να ψαλιδιστούν οι πιθανότητες επιστροφής του στην εξουσία.
Σταδιακά είναι πιθανό να αρχίσει να διαμορφώνεται μία τάση “ψήφου πέντε ταχυτήτων” ενόψει των εκλογών. Υπό το πρίσμα πως αυτές: α. μπορεί να διεξαχθούν συντομότερα από το τέλος της κυβερνητικής θητείας, β. θα διεξαχθούν με απλή αναλογική και πιθανότατα θα “απελευθερώσουν” τμήματα του εκλογικού σώματος από το σκληρό δίλημμα του δικομματισμού, γ. θα επικρατήσουν συνθήκες ακραίας πόλωσης, δ. θα διαθέτουν το “δεύτερο παράθυρο” της διπλής κάλπης, με την πιθανότητα η πρώτη λαϊκή ετυμηγορία (απλή αναλογική) να αποτελέσει εμβρυουλκό εξελίξεων στην δεύτερη.
Αυτές οι πέντε ταχύτητες ψήφου αφορούν:
στην (κλασική…) ψήφο αντι-Τσίπρας, καθώς όσο κι αν έχουν αμβλυνθεί τα στερεότυπα της εποχής του αντι-Σύριζα μετώπου εξακολουθούν να υφίστανται στην περιοχή του λεγόμενου “ακραίου κέντρου” και ως καχυποψία σε ένα ευρύτερο τμήμα του ενδιάμεσου χώρου. Αυτοί οι ψηφοφόροι έχουν αναμφίβολα λύση στο όνομα του Κυριάκου Μητσοτάκη, όμως ένα μικρό μέρος τους μπορεί να διεκδικηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη εφόσον μέχρι και την τελευταία στιγμή κρατήσει προστατευμένη την ουδετερότητά του. Αυτό, φυσικά, εγκυμονεί τον μεγαλύτερο γι’ αυτόν κίνδυνο της μετακίνησης αντι-δεξιών ψηφοφόρων προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
στην ψήφο αντι-Μητσοτάκης, κάτι που εντοπίζεται στην περιοχή του αντιδεξιού Κέντρου. Εκεί ο Αλέξης Τσίπρας κυριαρχεί αλλά έχει πλέον ανταγωνιστή τον Νίκο Ανδρουλάκη, ιδιαίτερα εάν μέχρι τότε ασκήσει αντιπολίτευση προγραμματική μεν, όπως λέει, σκληρή, όμως, κατά τρόπο που να του δίνει “χρώμα” και ένταση.
στην ψήφο “Μητσοτάκης” και “Τσίπρας”, κάτι που αφορά εκείνους τους ψηφοφόρους με πιο κατασταλλαγμένες απόψεις και κομματικές καταβολές. Αυτή η περιοχή αφορά πιθανότατα το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος και απαρτίζεται από συμπαγή ακροατήρια τα οποία είναι δύσκολο να αλλάξουν. Θα αποτελέσει έκπληξη, για παράδειγμα, εάν πασοκογενείς ψηφοφόροι που επιλέγουν σταθερά τον Τσίπρα από το 2012 ή το 2015 μετακινηθούν εν μία νυκτί στο νέο ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη. Και εάν συμβεί, έστω και μερικώς, κάτι τέτοιο την ευθύνη θα φέρει κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ.
και στην ψήφο “Ανδρουλάκης”, κάτι που δεν αναφέρεται μόνο στο ποσοστό βάσης που είχε το ΚΙΝΑΛ στις προηγούμενες εκλογές (8%) αλλά σε εκείνους που θα αξιολογήσουν τον νέο πρόεδρο του κόμματος ως μία ικανοποιητική εναλλακτική απέναντι στα δύο μεγαλύτερα κόμματα. Εκεί ίσως εγκατασταθούν και αρκετοί (σήμερα κινούνται στη ζώνη της αδιευκρίνιστης ψήφου) που βλέπουν φιλικά μεν τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, αισθάνονται, ωστόσο απογοητευμένοι από το ότι δεν έχει κατορθώσει ακόμα να παρουσιάσει εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης και, κυρίως, νέα ομάδα διακυβέρνησης που δεν θα παραπέμπει στην περίοδο 2015-29. Πρόκειται, ίσως, για εκείνη την τάση που θα διαμορφώσει την τελική κατάταξη, την διαφορά μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ, αλλά, από την άλλη, και τις πιθανότητες οι δύο χώροι να συνομιλήσουν προγραμματικά στο μέλλον.
Εάν το προσώρας επικοινωνιακό αλλά εκυστικό “αφήγημα Ανδρουλάκης” δεν ξεφουσκώσει δημοσκοπικά και εκλογικά, η παραπάνω βεντάλια επιλογών θα προσδιορίσει και τα χαρακτηριστικά της γεωγραφίας των επόμενων εκλογών και όσα θα συμβούν μετά από αυτές.
Για να γίνει, πάντως, ακόμα πιο σαφές, με τα σημερινά δεδομένα και αυτά που μπορεί κανείς να προβλέψει αλλά και με τους συσχετισμούς στο μιντιακό τοπίο, η Ν.Δ του Κυριάκου Μητσοτάκη εμφανίζει αντοχές που δεν είναι εύκολο να ανατραπούν. Η πανδημία, η ακρίβεια, ο βαθμός της απογοήτευσης ακόμα και της οργής των πολιτών από μέτρα και συμπεριφορές, τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και γενικότερα η οικονομία –αλλά και οι απρόβλεπτοι παράγοντες, όπως οι πυρκαγιές ή άλλα γεγονότα-ρουβίκωνες (διαβάσεις)-, αποτελούν το καθένα ξεχωριστά και όλα μαζί έναν “πολιτικό διάδρομο” που δεν συνιστά περίπατο για την κυβέρνηση. Ωστόσο, το προβάδισμα είναι σαφές και μέχρι σήμερα άνετο, κατά τέτοιο τρόπο που να οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις διαθέτουν φαβορί και αουτσάϊνερ (Μητσοτάκης και Τσίπρας).
*Ο όρος χρησιμοποιείται ευρέως από τον εκλογικό αναλυτή Απ. Πιστόλα και έχει ενδιαφέρον