“Τους ρώτησαν αν θέλουν να γίνουν βασιλιάδες ή αγγελιοφόροι των βασιλιάδων. Σαν τα παιδιά διάλεξαν όλοι το δεύτερο. Έτσι υπάρχουν μόνο αγγελιοφόροι που τρέχουν γύρω γύρω στον κόσμο και φωνάζουν ο ένας στον άλλον – αφού δεν υπάρχουν βασιλιάδες – ακατανόητα μηνύματα. Θα ήθελαν να δώσουν ένα τέλος σε αυτήν την άθλια ζωή, αλλά δεν τολμούν να πατήσουν τον όρκο τους.”
Φ. Κάφκα
Έχω βαρεθεί τις τελευταίες μέρες μετά τις εκλογές να διαβάζω μηνύματα αγγελιοφόρων.
“Σοφές κεφαλές” της γνώσης, της (επαγγελματικής) ιδιότητας, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, ειδικοί παντός είδους της Αριστεράς, μοιράζουν απλόχερα μέσα από δημοσιεύματα “μυαλωμένες συμβουλές” και “λογικά επιχειρήματα”, πως να είναι κανείς συγκρατημένος, μετριοπαθής και μυαλωμένος μπροστά σε μία σημαντικής σημασίας νίκη.
Να χαρεί βέβαια, αλλά με μέτρο, με σωφροσύνη, με σύνεση για το εύθραυστο που κερδήθηκε και αγωνία για το άγνωστο επιδιωκόμενο. Να χαρεί λίγο, γιατί θέλει προσοχή! Θέλει σύνεση! Δεν θέλει ενθουσιασμούς, χαρές και πανηγύρια! Να χαρεί λίγο, γιατί λίγο και επισφαλές είναι και αυτό που κερδήθηκε! Να χαρεί, αλλά με δυο σειρές αναφορά στη νίκη κι ένα τεράστιο κατεβατό στους επερχόμενους κινδύνους και δυσκολίες που πρέπει να αντιμετωπισθούν και να κατανικηθούν! Κι είναι πραγματικά απογοητευτικό που με τον τρόπο αυτόν δεν κάνουν τίποτα άλλο, από το να ακολουθούν το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο μοντέλο λόγου και να αναπαραγάγουν τον φόβο, την αγωνία, την ανησυχία, για το δύσκολο κοντινό και μακρινό μέλλον.
Η Chantal Mouffe μιλάει για το “πάθος στην πολιτική” και συνδέει με έναν τρόπο την αναγκαία ύπαρξή του στην προσπάθεια αλλαγής του πολιτικού λόγου της Αριστεράς. “Η φράση αναφέρεται σε όλα όσα σχετίζονται με τη συναισθηματική διάσταση που κινητοποιείται στην πολιτική. Η συναισθηματική διάσταση βρίσκεται στη βάση των συλλογικών μορφών ταύτισης. Για να δημιουργήσετε ένα λαό πρέπει να κινητοποιήσετε αυτήν την συναισθηματική διάσταση, προκειμένου να δημιουργηθεί μια συλλογική βούληση και να κάνετε τους ανθρώπους να ταυτιστούν με ένα σχέδιο. Αλλά στην μετα-πολιτική κατάσταση που βιώνουμε αυτή τη στιγμή, και η κεντροδεξιά και η κεντροαριστερά πιστεύουν ότι το πάθος είναι κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο από το δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος. Νομίζω ότι αυτή είναι μια πολύ επικίνδυνη εκτίμηση.”1
Σε μία πρόσφατη συνέντευξή της στο Mondiaal Nieuws ρωτήθηκε σχετικά με τη θέση της ότι η δημοκρατία έχει ανάγκη από συναίσθημα και αντιπαράθεση αντί του ορθολογισμού και της συναίνεσης, αλλά και για το τι μπορεί να γίνει τώρα που το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο διαβούλευσης αφαίρεσε το συναίσθημα από την πολιτική. Η απάντησή της είναι νομίζω μία συμβολή στην προσπάθεια ανασύνθεσης του λόγου της Αριστεράς: “Σύμφωνα με τον Σπινόζα, υπάρχουν δύο βασικά συναισθήματα: ο φόβος και η ελπίδα. Τα δεξιά κόμματα χρησιμοποιούν σχεδόν πάντα τον φόβο για να κινητοποιήσουν τους ψηφοφόρους. Νομίζω ότι τα αριστερά κόμματα κερδίζουν ψηφοφόρους με βάση την ελπίδα και τις εναλλακτικές απέναντι στο κατεστημένο. Η ελπίδα έχει τις ρίζες της στη δικαιοσύνη και την ισότητα.”2
Και ο Σπινόζα στην Πολιτική Πραγματεία του θα διαχωρίσει το ελεύθερο πλήθος από το υποταγμένο πλήθος, με κριτήριο την ελπίδα, χαρακτηρίζοντας ως ελεύθερο το πλήθος που καθοδηγείται από την ελπίδα και υποταγμένο το πλήθος που καθοδηγείται από τον φόβο, λέγοντας ότι το πρώτο προσπαθεί να ζει για λογαρισμό του, ενώ το δεύτερο είναι αναγκασμένο να ανήκει στον κατακτητή του.
Τη στιγμή λοιπόν που η Αριστερά σημειώνει μια μεγάλη νίκη μέσα από την εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ και μαζί ολόκληρη η κοινωνία έχει ανάγκη από λόγο χαράς, επιβεβαίωσης, από κουράγιο, δύναμη, ενθουσιασμό για το παρόν και το μέλλον, από ρίζες ελπίδας, οι αγγελιοφόροι του βασιλιά, προτιμούν να μιλούν στον βασιλιά και όχι στο λαό. Προτιμούν να βρίσκονται κοντά σε αυτόν με συμβουλές και νουθεσίες, με ορθολογισμό και σύνεση, θεωρώντας ότι κάτι πολύ πιο σημαντικό προσφέρουν από το να μιλήσουν στον λαό και να του εμπνεύσουν εμπιστοσύνη, δύναμη, αισιοδοξία. Αυτά μάλλον είναι εύκολα πράγματα και θα το κάνουν οι κεφαλές που δεν είναι σοφές. Οι “σοφές κεφαλές” είναι για τον βασιλιά.
Αλλά αυτή η πεπατημένη της λογικής και της σύνεσης σε μια κοινωνία που υποφέρει επειδή έχει πάρει όλες τις λογικές και συνετές αποφάσεις, τι ακριβώς προσφέρει? Αυτός “ο λόγος της σοφίας” που δομείται στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο λόγου και λειτουργεί με τα δικά του εργαλεία, τι ακριβώς προσφέρει στον αριστερό λόγο?
Κανείς δεν απάντησε, κι έτσι ακόμη και αυτή τη στιγμή της νίκης επικράτησε ο τόνος και το ύφος του “μη – ενθουσιασμού”. Το περιεχόμενο μιας αυστηρής αποτρεπτικής συμβουλής, “μην το πιστέψεις, ναι έγινε, αλλά είναι λίγο, είναι επισφαλές και πρόσεχε”. Και με αυτόν τον λόγο, τον κυρίαρχο λόγο, η Αριστερά πανηγύρισε τη νίκη της και επιχειρεί να στείλει το μήνυμά της.
Δεν ξέρω πως η Αριστερά σήμερα και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος φέρει αυτή τη νίκη, στοχάζεται γύρω από την ανασύνθεση του λόγου της Αριστεράς. Δεν ξέρω επίσης και αν αυτοί που γράφουν μόνιμα με αυτόν τον τρόπο τους έχει απασχολήσει το θέμα. Και στη μία περίπτωση όμως και στην άλλη πρέπει να γνωρίζουν ότι το μήνυμα της δημοκρατίας δεν κρύβεται στα ακατανόητα μηνύματά των αγγελιοφόρων του βασιλιά, αλλά στο αποκαλυπτικό για τη δημοκρατία μήνυμα: δεν υπάρχει βασιλιάς.
(1) ΚΟΙΤΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ, στο Chantal Mouffe: Ο λαϊκισμός είναι μια αναγκαιότητα, Α. Γαλανόπουλος (μετ.), Μάιος 2014, ανακτήθηκε 31.05.2014.
(2) ΧΡΟΝΟΣ, στο Η δημοκρατία έχει ανάγκη από συναίσθημα και αντιπαράθεση, Α. Γαλανόπουλος (μετ.), τ.13, Μάιος 2014, ανακτήθηκε 31.05.2014