Στο Βερολίνο μεταβαίνει σήμερα ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος την Τρίτη θα έχει γεύμα εργασίας με την καγκελάριο της Γερμανίας, κυρία Ανγκελα Μέρκελ.
Η επίσκεψη αποφασίστηκε από τους δύο ηγέτες στη Σύνοδο Κορυφής της 16ης Ιουλίου και συγκεκριμενοποιήθηκε από τα γραφεία τους την εβδομάδα που μας πέρασε. Στην ατζέντα της συνάντησης είναι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και η πορεία του ελληνικού προγράμματος καθώς και οι ευρωπαϊκές οικονομικές εξελίξεις αλλά και ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
Πρόκειται για εφ΄ όλης της ύλης συζήτηση για την ελληνική οικονομία λίγο πριν την αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος και ενώ η κυβέρνηση επιθυμεί να αποσπάσει την δέσμευση των ευρωπαίων εταίρων για την έναρξη της διαπραγμάτευσης για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Στόχος του κυβερνητικού επιτελείου είναι να ολοκληρωθεί όσο το δυνατόν πιο σύντομα και δίχως προσκόμματα η αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος από την Τρόικα για να ξεμπλοκάρουν οι εξελίξεις. Η κυβέρνηση θέλει το πράσινο φως για να συμπεριλάβει στο προσχέδιο του προϋπολογισμού που θα καταθέσει στις αρχές του Οκτωβρίου τις παροχές που δεν εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη με βασικότερη την ρύθμιση σε 100 δόσεις των χρεών προς το δημόσιο. Επίσης επιδιώκει να ανακοινώσει μειώσεις ΦΠΑ σε συγκεκριμένα προιόντα και την μείωση της έκτακτης εισφοράς κατά 20-50%. Με τα μέτρα αυτά επιδιώκει να βελτιώσει το κοινωνικό κλίμα και να εκτονώσει την κατάσταση στις κοινοβουλευτικές ομάδες της συμπολίτευσης.
Ωστόσο με την Τρόικα υπάρχουν και πιο κρίσιμα ζητήματα όπως η διαφορά εκτιμήσεων για το δημοσιονομικό και το χρηματοδοτικό κενό των επόμενων δύο ετών. Από την συμφωνία σε αυτά θα εξαρτηθεί αν η ελληνική πλευρά θα καλύψει τις όποιες ανάγκες από τις διεθνείς αγορές ώστε να μπορεί η κυβέρνηση να ισχυριστεί στο τέλος του χρόνου ότι τελείωσαν τα μνημόνια και η Τρόικα.
Το θέμα συνδέεται με την αποχώρηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Κυβερνητικό στέλεχος εξηγεί: «Η συμμετοχή στο ελληνικό πρόγραμμα χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση ολοκληρώνεται στο τέλος του 2014. Αντίθετα το ΔΝΤ θα συνεχίσει να δίνει χρήματα μέχρι τις αρχές του 2016. Αυτό είναι παράδοξο, μία χώρα της ΕΕ να χρηματοδοτείται από το ΔΝΤ και όχι από την Ένωση την ώρα που το ΔΝΤ έχει αιτήματα από μία σειρά χώρες εκτός Ευρώπης». Βέβαια για να αποχωρήσει το ΔΝΤ θα πρέπει την αντίστοιχη βοήθεια να την καταβάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση και είναι αυτό ένα από τα ζητήματα που θα συζητήσει ο πρωθυπουργός με την κα Ανγκέλα Μέρκελ.
Φυσικά θα πάρει από την κυρία Μέρκελ την επιδοκιμασία για τα επιτεύγματα της χώρας και την υλοποίηση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα που θα συνοδευθεί με την υπογράμμιση της ανάγκης για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων που είναι το «ευαγγέλιο» της γερμανικής κυβέρνησης.
Μεγάλος στόχος της ελληνικής κυβέρνησης είναι να αποσπάσει την έναρξη της συζήτησης για την βιωσιμότητα του χρέους. Οι επιμέρους οικονομικές διευθετήσεις ικανοποιούν τη μείζονα επιδίωξη της ελληνικής κυβέρνησης: να είναι σε θέση μέσα στον Οκτώβριο να παρουσιάσει άμεσες παροχές σε συνδυασμό με μακροπρόθεσμη διαχείριση του ελληνικού χρέους ώστε να έχει πολιτικά όπλα για να ελέγχει τις πολιτικές εξελίξεις και να διασφαλίσει την κυβερνητική σταθερότητα.
Πρόκειται για τη συνολική εικόνα η οποία ξεφεύγει από το πεδίο των τεχνοκρατικών συζητήσεων με το κλιμάκιο της Τρόικας, η οποία λαμβάνει τις σχετικές πολιτικές κατευθύνσεις.
Στην κυβέρνηση αναγνωρίζουν ότι εάν η κυβέρνηση δεν αποσπάσει από τους εταίρους ευνοϊκή αντιμετώπιση, τότε δύσκολα θα μπορέσει να αναχαιτίσει την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και να αποφύγει τις πρόωρες εκλογές με αφορμή τη διαδοχή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Οι Ευρωπαίοι έχουν επίσης λόγους να μην επιθυμούν αποσταθεροποίηση της χώρας σε μία αρνητική διεθνή συγκυρία λόγω του ουκρανικού και της Συρίας.
Ακόμη κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί πλέον απειλή, ενδεχόμενη ανάληψη θα έχει επιπτώσεις τόσο για την ελληνική οικονομία όσο και για την αντιμετώπιση της αγορών και για τις σχέσεις Ελλάδας-ΕΕ.
Στο πλαίσιο αυτό τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς ξεκινούν μεν από την μέχρι στιγμής υλοποίηση του προγράμματος που βεβαιώνεται από τα πρωτογενή πλεονάσματα ωστόσο είναι κυρίως πολιτικά.
Πηγή: protothema.gr