Να τελειώνουμε αρχικά με έναν μύθο: ό,τι, δηλαδή, η “Αυγή” δεν έχει κυκλοφορία…επιβίωσης και γι’ αυτό ευθύνεται -όπως λένε ορισμένοι κακοπροαίρετοι- η αλλοπρόσαλλη αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ που αντικατοπτρίζεται στην εκδοτική της πολιτική. Δεν χρειάζεται προφανώς να παραπέμψουμε στις κυκλοφορίες όλων ανεξαιρέτως των κομματικών εφημερίδων. Ούτε να θυμηθούμε την κυκλοφορία της πασοκικής “Εξόρμησης” που έκλεισε το 1997 εν μέσω πολιτικής παντοδυναμίας του Κώστα Σημίτη (και του ΠΑΣΟΚ) με τον διευθυντή της Νίκο Λαγκαδινό να καταγγέλει με editorial τον τότε πρωθυπουργό.
Ακόμα και ο “Ριζοσπάστης” πουλάει καθημερινά περίπου 3.000 φύλλα. Η κομματική έκφραση, δηλαδή, του ΚΚΕ που αν μη τι άλλο διαθέτει τους πιο πειθαρχημένους ψηφοφόρους, οι οποίοι μάλλον έχουν πιο στενή σχέση με την ανάγνωση -εν γένει- απ΄ ότι ο μέσος ψηφοφόρος της Ν.Δ ή άλλων κομμάτων. Η σχέση με το χαρτί δεν …διατάσσεται, οικοδομείται ή απαξιώνεται σε συνάρτηση με πολλά άλλα πράγματα και εξαρτάται από τις διεθνείς και εγχώριες τάσεις και κοινωνικές συνθήκες.
Στη Γερμανία, για παράδειγμα, το σύνολο των εφημερίδων πουλούσαν το 1991 περίπου 27 εκατομμύρια φύλλα καθημερινά. Το 2021 μετα βίας η συνολική κυκλοφορία του (έντυπου) Τύπου φθάνει τα 12,3 εκατομμύρια φύλλα!
Στην Ιταλία, που θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως μας μοιάζει ως προς την “αναγνωστική” συμπεριφορά, το 2006 αγόραζαν εφημερίδα σε τακτική βάση (5 φορές εβδομαδιαία) 13 εκατομμύρια πολίτες. Το 2020 μόνο 5,6 εκατομμύρια Ιταλοί διάβαζαν εφημερίδες. Η Corriere della Sera που είναι πρώτη στις κυκλοφορίες πουλάει καθημερινά περίπου 270.000 φύλλα- σε έναν πληθυσμό πάνω από 55 εκατομμύρια-, και η La Repubblica 196.000 φύλλα.
Στην Ισπανία των 48 εκατομμυρίων, που επίσης μας μοιάζει, εκδίδονται 107 εφημερίδες και πωλούν καθημερινά 2,1 εκατομμύρια φύλλα. Το 2008 το 42% των Ισπανών διάβαζαν τακτικά εφημερίδες, το 2020 το ποσοστό αυτό είχε περιοριστεί στο 18,4%! Η El Mundo (την οποία δοκίμασαν να αντιγράψουν εικαστικά αρκετές ελληνικές εφημερίδες), για παράδειγμα, είχε το 2011 καθημερινή κυκλοφορία 266.000 φύλλα, ενώ το 2020 μόνο 51.500.
Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στα καθ΄ημάς. Να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας, δηλαδή, πως στα μέσα της δεκαετίας του 2000 υπήρχε κυριακάτικη εφημερίδα που -βοηθούντων των προσφορών, όπως τα blockbusters που ήταν της μόδας- πουλούσε 300-350.000 φύλλα (και όλες οι άλλες πάνω από 100.000 κάθε μία), και σήμερα η κυκλοφορία της δεν ξεπερνάει τα 50.000.
Ανάλυση για τις συνθήκες που οδήγησαν στην καταβαράθρωση των κυκλοφοριών των εφημερίδων έχει γίνει πολλές φορές και από πολλούς. Για την αλλαγή των συνηθειών, τις ανακατατάξεις στο μοντέλο εργασίας, τον ελεύθερο χρόνο, την ανατροπή της συμπεριφοράς από την κυριαρχία του διαδικτύου και των social media, τον ρόλο της τηλεόρασης, την απαξίωση της πολιτικής, την εδραία πεποίθηση για τον αρνητικό ρόλο της δημοσιογραφίας σε αρκετές περιπτώσεις, την εισβολή επιχειρηματικών σκοπιμοτήτων κ.ά.
Για την κυκλοφοριακή απαξίωση της “Αυγής”, λοιπόν, δεν ευθύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ, εκτός εάν θεωρούμε ως ευθύνη το γεγονός ότι δεν κατέστη εφικτό να μετατρέψει σε trend την ανάγνωση εφημερίδων. Κανείς και ποτέ δεν το κατάφερε. Όταν τρία εκατομμύρια Έλληνες είτε ψήφιζαν, είτε έβλεπαν με συμπάθεια το ΠΑΣΟΚ, οι περισσότεροι προτιμούσαν να διαβάζουν την “Αυριανή” και όχι την “Εξόρμηση”. Στενόχωρη συζήτηση.
Το ερώτημα που απασχόλησε το Πολιτικό Συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν και δεν θα μπορούσε να είναι πως η “Αυγή” θα εκτοξεύσει τις πωλήσεις της. Ακόμα κι αν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό προφανώς δεν μπορεί να συμβεί με απόφαση του καθοδηγητικού κομματικού οργάνου, ακόμα κι αν ο Νίκος Φίλης επιστρατευτεί να αναλάβει εκ νέου διευθυντής του φύλλου, ή αποκτήσουν καθημερινή στήλη ο Μπίστης και ο Τσακαλώτος (με τα Ημερολόγια)…
Το ερώτημα ήταν και είναι εάν η “Αυγή” μπορεί να κρέμεται καθημερινά στα μανταλάκια των περιπτέρων (για να μπορεί να μεταφέρει την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και στα τηλεοπτικά ενημερωτικά “πρωϊνάδικα”) χωρίς να στερεί από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης -μαζί με τα υπόλοιπα κομματικά ΜΜΕ- το 72% της ετήσιας κρατικής επιχορήγησης. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να απαντηθεί αυτό το ερώτημα. Αφενός γιατί το χαρτί είναι…πανάκριβο σπορ (γι’ αυτό και το άσκησαν μόνο εκείνοι που έχουν λεφτά για χάσιμο), και αφετέρου διότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται αίφνης να μετατρέψουν σε καθημερινή συνήθεια μαζί με τον καφέ και την αγορά της εφημερίδας.
Η διοίκηση των κομματικών ΜΜΕ (Δρόσος, Αρβανίτης) έλαβαν λευκή κάρτα για να προχωρήσουν σε πρόγραμμα εξυγίανσης ακόμα κι αν αυτό σημαίνει απολύσεις. Πριν μερικά χρόνια, η Ν.Δ αναγκάστηκε να απολύσει εργαζόμενους (επιστημονικούς συνεργάτες και άλλους) από το Ινστιτούτο Δημοκρατίας και το κόμμα, κάτι που παλαιότερα είχε κάνει και το ΠΑΣΟΚ από το ΙΣΤΑΜΕ και το κόμμα. Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ χρωστούσαν και εξακολουθούν να χρωστούν στις τράπεζες για τα δάνεια της ασυδοσίας του παρελθόντος, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην χρωστά αλλά εάν θέλει να συνεχίσει να μην χρωστά πρέπει να βρει φόρμουλα ώστε να μην καταβάλλει κάθε χρόνο τα 2/3 της κρατικής επιχορήγησης για να συντηρεί κομματικά ΜΜΕ που δύσκολα θα ορθοποδήσουν.
Η άσκηση είναι εξαιρετικά δύσκολη και δεν πρέπει να τρέφει κανείς φρούδες ελπίδες. Πολιτικά έχει και θα έχει κόστος να κλείσει το καθημερινό φύλλο μιας ιστορικής εφημερίδας. Θα είναι αναμφίβολα σοβαρό πλήγμα στον πλουραλισμό. Η λύση βρίσκεται, ως φαίνεται, στο διαδίκτυο και είναι μια λύση ανάγκης αλλά από την άλλη είναι μάλλον απίθανο να ανακαλύψουν οι της Κουμουνδούρου την …χαμένη Ατλαντίδα, όταν δεν την έχει ανακαλύψει ο Μέρντοχ ή οι Waghington Times.