Στις 30 Ιανουαρίου 1948 δολοφονήθηκε ο Μαχάτμα Γκάντι. Δεν ήταν ο πρώτος, ούτε θα ήταν ο τελευταίος, αλλά ο Γκάντι είναι σίγουρα ο πιο διάσημος από τους φιλειρηνικούς πολιτικούς του κόσμου.
Ο Μαχάτμα Γκάντι οδήγησε το κίνημα ανεξαρτησίας της Ινδίας στις δεκαετίες του 1930 και του ’40 μιλώντας χαμηλόφωνα και αντιμετωπίζοντας τους Βρετανούς αποικιοκράτες με συγκλονιστικές ομιλίες και μη βίαιη διαμαρτυρία. Για τις διώξεις και τα επιτεύγματα του, θεωρείται μεταξύ των πιο σημαντικών προσωπικοτήτων του 20ου αιώνα και παραμένει σεβαστός στην Ινδία ως πατέρας του έθνους.
Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, λένε οι ιστορικοί, ο Γκάντι απέδειξε ότι ένας άνθρωπος έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει μια αυτοκρατορία, χρησιμοποιώντας τόσο την ηθική όσο και την ευφυΐα. Άλλοι πολιτικοί που αντιστάθηκαν ειρηνικά, όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ κατά τη διάρκεια του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα της δεκαετίας του 1960 και ο Δαλάι Λάμα του Θιβέτ, έχουν μιμηθεί τις μεθόδους του εδώ και χρόνια, κλονίζοντας τη δυναμική της παγκόσμιας πολιτικής.
Η Ινδία απέκτησε τελικά πλήρη ανεξαρτησία το 1947 όταν ο Γκάντι ήταν 78 ετών. Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι αυτό δεν θα είχε συμβεί χωρίς τη θεμελίωση του κινήματος αντίστασης που έχτισε στην Ινδία τις δεκαετίες του 1920 και του 30.
Δύο χρόνια μετά την Ινδία, την 1η Οκτωβρίου 1949 ιδρύεται η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Σήμερα αντίπαλοι, αλλά στο μέλλον η Κίνα και η Ινδία θα καθορίσουν αν ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας της Ασίας. Ο Γκάντι και ο Μάο έθεσαν τις βάσεις για αυτή την εξέλιξη.
Εκ πρώτης όψεως, μπορεί να ακούγεται κάπως περίεργο να βάζεις μαζί τους δύο μεγάλους άνδρες φαινομενικά αντίθετων κατευθύνσεων. Ο Γκάντι, ένας απόστολος της μη βίας, και ο Μάο, ένας υπέρμαχος της ένοπλης επανάστασης ή του λαϊκού πολέμου. Ο Γκάντι, ένας ασκητής που παραιτήθηκε από κάθε κρατική εξουσία, και ο Μάο, ο Μεγάλος Τιμονιέρης, που άσκησε την εξουσία για 26 χρόνια στην Κίνα.
Αλλά στον πυρήνα, και οι δύο ήταν πρωτότυποι στοχαστές, ο καθένας στον τομέα του, απαράμιλλοι εμψυχωτές μαζικών κινημάτων, ενώ και οι δύο απελευθέρωσαν με επιτυχία τις τεράστιες χώρες τους και εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους από τον ζυγό της ξένης κυριαρχίας και σκλαβιάς. Δύο διαφορετικοί δρόμοι αλλά μια κοινή κατάληξη.
Ο Γκάντι είναι εδώ. Η πορεία της Ινδίας τον 21ο αιώνα θα το επιβεβαιώνει.
Στις 18 Δεκεμβρίου 1934 το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» αναδημοσιεύει τη συνέντευξη του ινδού ηγέτη Μαχάτμα Γκάντι στην ιταλική εφημερίδα La Stampa.
Στις περισσότερες συνεντεύξεις, οι δημοσιογράφοι «χαϊδεύουν τ’ αυτιά» των φιλοξενούμενών τους και εκείνοι με τη σειρά τους απαντούν όχι αυτά που πραγματικά πιστεύουν αλλά αυτά που κατά τη γνώμη τους θα είναι καλό για τη δημόσια εικόνα τους να ακουστούν.
Η συγκεκριμένη όμως συζήτηση, μεταξύ του Μαχάτμα Γκάντι και του δημοσιογράφου της «La Stampa», μοιάζει περισσότερο με debate δύο ορκισμένων πολιτικών εχθρών παρά με συνέντευξη. Κι αυτό ίσως οφείλεται όχι μόνο στην ιδιοσυγκρασία και προσωπικότητα του Μαχάτμα Γκάντι αλλά και στις φιλομουσολινικές ότε τάσεις της ιταλικής εφημερίδας.
Σχολιάζει «ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ»: «Ο Μαχάτμα ειρωνεύθη όσον του ήτο δυνατόν περισσότερον την Ευρώπην και τον πολιτισμόν της και ο Ευρωπαίος δημοσιογράφος δεν εδίστασε να εκθέση τας γνώμας του αι οποία δεν είνε ευμενείς διά την πολιτικήν του Γκάντι και τας θεωρίας του, τας οποίας εν τούτοις ασπάζονται χιλιάδες οπαδών του»
Ο ανταποκριτής της La Stampa συνάντησε τον Γκάντι στην «κατασκήνωσιν του πανινδικού συνεδρίου»
«Ο Γκάντι μένει εις μίαν καλύβην, η οποία, ως προεδρική, διαφέρει από τας άλλας κατασκηνώσεις. Όταν εισήλθον τον βρήκα καθήμενον σταυροπόδι και αναγιγνώσκοντα με πολλήν προσοχήν ένα δακτυλογραφημένο χειρόγραφο»
Ο Γκάντι επιφύλλαξε μια όχι και τόσο θερμή υποδοχή στον ιταλό δημοσιογράφο.
Η κακή αρχή
«Επέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα πριν αποφασίση να αντιληφθή την παρουσίαν μου. Ανεσήκωσε κατόπιν τα βλέμματά του μέχρι του ύψους των γονάτων μου και με προσεκάλεσε να καθήσω.
– Να μη μακρυγορήσετε, μου είπεν ο Μαχάτμα. Ήλθατε έως εδώ από κάποια περιέργεια. Πέστε μου λοιπόν τι πράγμα σας ενδιαφέρει και προπαντώς πέστε μου πώς ονομάζεσθε»
Όταν ο δημοσιογράφος είπε το ονομά του ο Γκάντι θέλησε να μάθει πως ακριβώς γράφεται. Έτσι ο ιταλός ανέφερε το κάθε γράμμα του ονόματός του ξεχωριστά. Ολοκληρώνοντας, θέλησε να «επιστρέψει» το μικρό αυτό καψώνι.
«Τον ηρώτησα τότε και εγώ πώς ονομάζεται, γράφει ο Ιταλός δημοσιογράφος, και ο Γκάντι άρχισε να γελά. Τι δημοσιογράφος είνε αυτός, εσκέπτετο που δεν ξέρει πώς ονομάζεται ο Γκάντι;
– Μα δεν εδιαβασάτε καμμιά βιογραφία μου; Με ηρώτησε
– Όχι.
– Οπωσδήποτε, το όνομά μου είνε Μαχάντας Καραματσιάντ Γκαντιζί.
– Θέλετε να μου πήτε πώς γράφεται; Ηρώτησα τότε με αφέλειαν.
Και ο Γκάντι σήκωσε το κεφάλι του και για πρώτη φορά με κύτταξε κατά πρόσωπον. Είχεν αντιληφθή ότι τον εξεδικήθην και με το παραπάνω. Οπωσδήποτε άρχισε να προφέρη ένα-ένα τα γράμματα του ατελείωτου ονόματός του και εγώ τα εσημείωνα»
Η οικονομική κρίση και ο αριθμός των λουτήρων
Είχαν περάσει μόλις πέντε χρόνια από την Παγκόσμια Οικονομική Ύφεση του 1929. Μία από τις ερωτήσεις, λοιπόν, προς τον Γκάντι, αφορούσαν την παγκόσμια οικονομία. Ο ιταλός δημοσιογράφος δείχνει όμως να είναι εξ’ αρχής προκατειλημμένος.
«Τον ηρώτησα τι σκέπτεται περί της οικονομικής κρίσεως. Ήξευρα το σύστημα που ακολουθεί διά να δημιουργή εντύπωσιν εις τους συζητητάς του, τας σοφιστείας του και τα αποφθέγματά του, αλλά δεν επερίμενα, ομολογώ, ότι θα μου έδιδε την απάντησιν αυτήν:
– Δεν υπάρχει κρίσι ούτε εις τας Ινδίας, ούτε εις οιονδήποτε άλλο σημείον του κόσμου.
– Αυτό είναι ενθαρρυντικόν, απήντησα, αλλά θα είχατε την καλωσύνην να μου το ερμηνεύσετε.
– Δεν έχω να ερμηνεύσω τίποτε. Αυτό που είπα είναι σαφέστατο. Καλλίτερα να εξηγήσετε σεις τι εννοείτε όταν μιλάτε για κρίσι και περιγράψατέ μου τα αποτελέσματά της.
»Δεν ηθέλησα να του δώσω αυτήν την ικανοποίησιν της περιγραφής των δεινών εκ των οποίων υποφέρει όλος ο κόσμος.
– Θέλετε να ειπήτε, του απήντησα, ότι η κρίσις δεν θίγει τους ανθρώπους, αλλά το σύστημα που επεβλήθη εις τους ανθρώπους από το σύνολον των πραγμάτων που ονομάζομεν πρόοδον;
-Τώρα αρχίζετε να καταλαβαίνετε…Για μένα δεν υπάρχει κρίσις, ούτε υπάρχει η πιθανότης της κρίσεως. Και όπως είμαι εγώ απρόσβλητος, έτσι είνε όλοι εκείνοι που είνε αποφασισμένοι να βαδίσουν τον ίσιο δρόμο.
– Μου φαίνεται πώς εδιάβασα κάπου ότι το πρόγραμμά σας του ‘ίσιου δρόμου’ συνίσταται εις την κατάργησιν των σιδηροδρόμων, των εργοστασίων, των νοσοκομείων, των ιατρών, εις την καταστροφήν του ασυρμάτου και όλων των εφευρέσεων μέχρι του πηρουνιού και του μαχαιριού.
– Αυτό που είπατε, απήντησε ο Γκάντι, είνε μία αόριστος γενικότης και ως αόριστος και ως γενικότης είνε ορθή. Σεις, εις την ακατανόητον Ευρώπην μετράτε την πρόοδον και την ευημερίαν της ανθρωπότητος, απαριθμούντες τον αριθμόν των λουτήρων. Είνε ή δεν αλήθεια. Και όταν βρεθήτε σε μια στιγμή που δεν έχετε τουλάχιστον δύο μπάνια εις το σπίτι, τότε αρχίζετε να λέτε ότι υπάρχει κρίσις.
Εγέλασα και εγέλεσε μαζί μου.
– Δεν υπάρχει αμφιβολία, είπα, ότι εις την Ευρώπην εκτιμώμεν πολύ τα λουτρά. Αλλά ένα μας φθάνει.
– Εις την Ευρώπην, τα ξενοδοχεία σας υπερηφανεύονται, όταν υημπορούν να διακηρύξουν ότι έχουν τόσες εκατοντάδες δωμάτια και άλλα τόσα λουτρά. Ματαία και ανόητος υπερβολή.
– Έστω. Αλλά θα παραδεχθήτε ότι αι Ινδίαι είνε ο βρωμορετότερος τόπος του κόσμου, και ένας Ευρωπαίος που θα ζήση λίγον καιρό εις τας Ινδίας, ζη τρομοκρατημένος από απόψεως υγιεινής. Και σεις εξωθείτε τους οπαδούς σαςν να υφαίνουν τα φορέματα των οι ίδιοι και ισχυρίζεσθε ότι κάθε άνθρωπος ημπορεί να κερδίση με αυτόν τον τρόπο τρία «άννα» την ημέρα δηλαδή μισή λιρέττα (4.50 δραχμάς). Μα ούτε μια εβδομάδα δεν μπορεί να ζήση έτσι ένας Ευρωπαίος.
– Ο μέσος όρος του ημερομισθίου εις τας Ινδίας είνε κατώτερος αυτού του ποσού. Να λοιπόν γιατί οι άνθρωποι εδώ υποφέρουν πείνουν και πεθαίνουν.
– Είνε τα εργοστάσια όμως κερδίζουν 12 «άννα». Δεν θα ήταν καλλίτερα να ζητήσετε την καλλιτέρευσιν των όρων αυτών της εργασίας, αντί να κηρύσσετε ιερόν πόλεμον κατά των μηχανών;
– Αυτά τα πράγματα είνε πολύ βαθυστόχαστα για σας. Γιατί δεν πάτε να παίξετε μια παρτίδα τέννις, να πιήτε κανένα κοκτέιλ ή να κάμετε κανένα λουτρό σε έναν από τους πεντακόσους λουτήρας του ξενοδοχείου σας;
– Όταν γυρίσω στη Βομβάη δεν θα λείψω να ακολουθήσω τη σύστασί σας. Αλλ’ αφού υποφέρουν οι άνθρωποί σας, γιατί να καταστρέψωμεν τους σιδηροδρόμους οι οποίοι ημπορούν να μεταφέρουν τους εργάτας από το εσωτερικόν εις τα βιομηχανικά κέντρα των ακτών. Και τα νοσοκομεία; Δεν σας φθάνουν οι 1500 που πεθαίνουν καθημερινώς και μόνον εις την Βομβάην από χολέρα; Η μήπως σάς εστενοχώρησε το ότι ο σιδηρόδρομος μάς έφερε έως εδώ από την Πάτνα, μέσα σε μια νύχτα;
– Ξέρετε, είπεν ο Γκάντι, μπορώ και να συμφωνήσω μαζί σας όσον αφορά τους σιδηροδρόμους και τα νοσοκομεία. Αλλά θα ήθελα, όταν μιλάτε γι’ αυτά τα πράγματα που έγιναν κατά την αγγλικήν κατοχήν, να μη σκέπτεσθε ότι αυτοί οι ξένοι είναι κληρονόμοι της αποικιακής παραδόσεως των Ρωμαίων. Είναι μάλλον κληρονόμοι της Καρχηδόνος. Το εμπορικόν Λονδίνον είνε το ακριβές και πολλαπλασιαζόμενον αντίγραφον της εμπορικής Καρχηδόνος και όχι της αποικιακής Ρωμής. Εννοείτε τη διαφορά;»
Λίγους μήνες αργότερα, στις 25 Ιουνίου, γίνεται απόπειρα δολοφονίας του Γκάντι, με την πυρπόληση αυτοκινητού στο οποίο οι δράστες πίστευαν ότι επέβαινε ο ινδός ηγέτης.
Στις 30 Οκτωβρίου του 1934, ο Γκάντι παραιτείται από την ηγεσία και αποχωρεί από το κόμμα του Κογκρέσου κατηγορώντας τα υπόλοιπα ηγετικά στελέχη ότι υιοθέτησαν τη «μη – βία» για λόγους πολιτικής εκμετάλλευσης και όχι ως μια θεμελιώδη αρχή, όπως υπήρξε γι’ αυτόν.
Τον Ιανουάριο του 1948, σε ηλικία 78 ετών, ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν για την απογευματινή του προσευχή, ο Γκάντι δολοφονήθηκε στο Νέο Δελχί από έναν φανατικό ομόθρησκό του, ινδοϊστή.
Ο δολοφόνος πίστευε ότι η πολιτική χαμηλών τόνων και αποφυγής των συγκρούσεων, που πρέσβευε ο Γκάντι, διευκόλυνε τη δημιουργία μουσουλμανικού κράτους σε ινδουιστικό έδαφος.