Ο Νίκος Ανδρουλάκης είπε πως η χώρα χρειάζεται όραμα και όχι διαχειριστές. Είπε ακόμη πως δεν του αρέσει ούτε το χθες του κ. Τσίπρα, ούτε το σήμερα του κ. Μητσοτάκη και πως το ΚΙΝΑΛ θέλει να είναι το αύριο. Και είπε επίσης ότι «ο άξονας του πολιτικού σκηνικού που διαμορφώθηκε το 2012 μετατοπίζεται προς όφελος του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ».
Η Νάντια Γιαννακοπούλου το πήγε λίγο παραπέρα. Δήλωσε στην Βουλή – εκ παραδρομής – εκπρόσωπος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για να διορθώσει άμεσα με την κατηγορηματική διαβεβαίωση πως «το ΚΙΝΑΛ, λίαν συντόμως, θα είναι αξιωματική αντιπολίτευση».
Η αισιοδοξία του προέδρου και των βουλευτών του ΚΙΝΑΛ έχει βάση, δημοσκοπική τουλάχιστον. Από την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη μέχρι σήμερα, μέσα σε ένα δίμηνο, οι πιο συντηρητικές δημοσκοπήσεις δίνουν το Κίνημα Αλλαγής σε διψήφια ποσοστά (11% με 12%) και οι πλέον γενναιόδωρες το φέρνουν σε τροχιά απογείωσης – μια ανάσα πριν εκτοπίσει τον ΣΥΡΙΖΑ από την δεύτερη θέση με ποσοστά έως και 17% – 18%.
Μπορεί να πρόκειται όντως για την ρωγμή στο, στάσιμο εδώ και δυόμισι χρόνια, πολιτικό σκηνικό. Μπορεί να πρόκειται και για την κεφαλαιοποίηση της κοινωνικής κόπωσης από την σκληρή πολιτική πόλωση. Μπορεί το αθόρυβο new entry του Νίκου Ανδρουλάκη να κάνει την διαφορά μεταξύ «ελιτισμού» και «λαικισμού» – μπορεί, εν τέλει, μετά από τρία Μνημόνια, μια πανδημία και μια κατά συρροή εισοδηματική ισοπέδωση να έχεις πολιτικό «άστρο» για όσα δεν είσαι, και όχι για όσα είσαι.
Με μια πισινή μόνον – ενδεχομένως χρήσιμη στην Χαριλάου Τρικούπη. Ιστορικά, δηλαδή, το έχουν πάθει κι άλλοι: Ηταν 30 Μαρτίου του 2014 όταν δημοσκόπηση στο Εθνος έδινε στο Ποτάμι ποσοστό 15%. Κι ήταν επίσης δύο ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές του 2014 όταν δημοσκόπηση του ΠΑΜΑΚ έβγαζε και πάλι το Ποτάμι τρίτο κόμμα με ποσοστό 13,5%. Στις πραγματικές κάλπες των ευρωεκλογών όμως το Ποτάμι προσγειώθηκε στο 6,05%.
Στις εθνικές κάλπες του Ιανουαρίου του 2015 επίσης, πήρε 6,05% και στις δεύτερες εκλογές της ίδιας χρονιάς, τον Σεπτέμβριο του 2015, πήρε 4,09%.
Λίγο παλιότερα, το 2008, το «άστρο» Τσίπρα μετέτρεψε τον ΣΥΡΙΖΑ σε δημοσκοπικό πύραυλο. Επί μήνες μετά την αλλαγή ηγεσίας στον ΣΥΡΙΖΑ οι δημοσκοπήσεις του έδιναν ποσοστά από 11,5% έως και πάνω από 18%. Χτύπησε στρατόσφαιρα την 1η Μαρτίου του 2008, με την Κάπα Research να δίνει τον ΣΥΡΙΖΑ τρίτο κόμμα με ποσοστό 18,4%.
Στις εκλογές του 2009 το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου σάρωσε, ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε 4,6%, ήταν πέμπτο κόμμα και το ποσοστό του ήταν χαμηλότερο και από εκείνο των προηγούμενων εκλογών, του 2007.
Δεν είναι απαραίτητο ότι η ιστορία θα επαναληφθεί – ενίοτε, άλλωστε, το «άστρο» το φτιάχνουν κι οι συγκυρίες. Η ΝΔ βρίσκεται σε πορεία φθοράς, ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει – καθυστερημένα και εσπευσμένα – την μάχη εξόδου από το τέλμα της αριστερής μελαγχολίας, και ο Νίκος Ανδρουλάκης ακολουθεί καθαρά στρατηγική δεύτερου κόμματος.
Επιχειρεί να μετατρέψει την αδυναμία του – την απουσία του από την Βουλή – σε πλεονέκτημα, θέτει εαυτόν εκτός του κάδρου της «τοξικής σύγκρουσης» Τσίπρα και Μητσοτάκη, είναι απέναντι στην κυβέρνηση αλλά αποφεύγει, με ευλαβική προσήλωση, οποιαδήποτε ταύτιση με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το σχέδιο έχει πολιτική λογική, αλλά πάσχει σε συνθήκες πίεσης. Ο Νίκος Ανδρουλάκης είπε «ναι» στην πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης, αλλά «όχι» σε εκλογές. Ητοι, καταψηφίζει την κυβέρνηση αλλά δεν ζητά πολιτική αλλαγή. Αιτιολόγησε το «όχι» επικαλούμενος την πανδημία και τους 100 νεκρούς την ημέρα, αλλά παρέκαμψε το γεγονός ότι 270.000 ψηφοφόροι πήγαν στις κάλπες για να βγάλουν πρόεδρο στο ΚΙΝΑΛ ακριβώς στις ίδιες συνθήκες. Ζητά «σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση» κόντρα στην προοδευτική διακυβέρνηση του Τσίπρα αλλά δεν της δίνει πολιτικό περιεχόμενο – πως και ποιοι θα την συγκροτήσουν. Εκτός εάν βλέπει αυτοδυναμία ΚΙΝΑΛ.
Στο μεγάλο πολιτικό κάδρο μπορεί να βλέπει το κενό και το κοινωνικό αίτημα, αλλά δεν το απαντά. Το παιχνίδι μπορεί πράγματι να είναι για τρεις, και μπορεί όντως η εποχή των διαχειριστών να έχει παρέλθει. Εκκρεμεί όμως το όραμα…