Εάν ζούσε, η Μπίλι Χολιντέι θα έκλεινε σήμερα έναν αιώνα ζωής. Η σπουδαία τραγουδίστρια, η Lady Day, τραγούδησε τα μπλουζ όπως καμία άλλη, έζησε έντονα, ερωτεύτηκε, κυνηγήθηκε από τον νόμο και άφησε πίσω της μια τεράστια μουσική παρακαταθήκη.
«Η μαμά και ο μπαμπάς ήταν ακόμη παιδιά όταν παντρευτήκανε. Αυτός ήταν 18, εκείνη 16 κι εγώ τριών». Με αυτή την περίφημη φράση ξεκινά η αυτοβιογραφία της.
Η Μπίλι Χολιντέι γεννήθηκε στις 7 Απριλίου του 1915 στη Φιλαδέλφεια και μεγάλωσε στα γκέτο, τα πορνεία και τα αναμορφωτήρια μιας φυλετικά διαχωρισμένης Αμερικής.
Η μητέρα της ήταν η Σάρα Τζούλια Φάγκαν και ο πατέρας της ο Κλάρενς Χολιντέι, ο οποίος εγκατέλειψε την σύζυγο και την κόρη του για να κάνει καριέρα ως τραγουδιστής της τζαζ. Ήταν ο πατέρας της που επέλεξε να της δώσει το όνομα Μπίλι, όταν μεγάλωσε. Την είχαν βαφτίσει Ελεονόρα Φάγκαν, ένα όνομα που ποτέ δεν συμπάθησε.
Από μικρή έπεσε θύμα κακοποίησης. Η ξαδέλφη της, η Άιντα την έδερνε, ενώ στα 11 της πέφτει θύμα βιασμού. Έναν χρόνο αργότερα πιάνει την πρώτη της δουλειά: είναι το παιδί για τα θελήματα σε έναν οίκο ανοχής.
Η δουλειά αυτή της επέτρεψε να έρθει σε επαφή με τη τζαζ και με τον Λούι Άρμστρονγκ, τη μουσική του οποίου άκουγε στο γραμμόφωνο του οίκου ανοχής. Η ίδια τραγουδούσε από μικρή.
Σε ηλικία 12 ετών (το 1928) μετακομίζει στη Νέα Υόρκη. Η ίδια και η μητέρα της αναγκάστηκαν να δουλέψουν ως ιερόδουλες.
Με τις συνέπειες του κραχ να είναι φανερές στο οικογενειακό πορτοφόλι, η Μπίλι Χολιντέι έψαξε να βρει δουλειά. Στο κλαμπ Log Cabin, αφού την απέρριψαν ως χορεύτρια, της ζήτησαν να τραγουδήσει.
Αυτό ήταν. Η Μπίλι Χολιντέι είχε έρθει για να μείνει.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1933, ηχογραφεί το πρώτο της τραγούδι και θα ακολουθήσει σειρά επιτυχιών και σειρά συνεργασιών με μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της τζαζ (από τον Μπένι Γκούντμαν στον Άρτι Σο). Η Μπίλι Χολιντέι με τις γαρδένιες στα μαλλιά -τις οποίες φόρεσε για πρώτη φορά όταν έκαψε τα μαλλιά της με ένα σίδερο μαλλιών- και με τα χέρια που κινούνται στον ρυθμό των τραγουδιών.
Θρυλική, φυσικά, η ερμηνεία της στο τραγούδι Strange Fruit, με πολλούς να λένε ότι είναι λόγω της παράξενης φωνής της που το τραγούδι λειτουργεί τόσο καλά.
«Μου ‘χουνε πει πως κανείς δεν λέει την λέξη “πείνα” σε τραγούδι όπως εγώ. Ούτε τη λέξη “αγάπη”. Ίσως και να ‘ναι γιατί θυμάμαι τί σημαίνουν τούτες οι λέξεις. Ίσως γιατί είμαι τόσο περήφανη ώστε να θέλω να θυμάμαι τη Βαλτιμόρη και το Ουέλφερ Άιλαντ, το Ίδρυμα Καθολικών και το δικαστήριο Τζέφερσον Μάρκετ, τον σερίφη μπροστά απ’ το σπίτι μας στο Χάρλεμ και τις πόλεις απ’ τη μια άκρη της χώρας στην άλλη όπου γέμισα χτυπήματα και ουλές, στη Φιλαδέλφεια και στο Ώλντερσον, στο Χόλιγουντ και στο Σαν Φρανσίσκο – κάθε γωνιά, πανάθεμά την» γράφει η ίδια στην αυτοβιογραφία της.
Και συνέχιζε: «Όλες οι Κάντιλακ και οι μινκ γούνες -και είχα πολλές στη ζωή μου- δεν μπορούν να με κάνουν να τα ξεχάσω. Και σε όλα αυτά τα μέρη, κι απ’ όλο αυτό τον κόσμο, ό,τι έμαθα τα λένε τούτες οι δύο λέξεις. Πρέπει να ‘χεις φαΐ να φας, πρέπει να ‘χεις λίγη αγάπη στη ζωή για να ανεχτείς του καθενός το συναξάρισμα για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεσαι σωστά. Αυτό που είμαι κι αυτό που θέλω απ’ τη ζωή, σ’ αυτά τα λόγια κλείνεται».
Αγαπούσε τα σκυλιά, ιδιαίτερα τα μεγαλόσωμα. Έλεγε ότι τα ζώα είναι «οι μόνοι έμπιστοι φίλοι της» και οι σκύλοι της της κρατούσαν παρέα στα καμαρίνια της.
«Δεν επιτρέπεται να ‘χω πονόδοντο, δεν επιτρέπεται να ‘χω τρακ, δεν μπορώ να ξεράσω, να με πιάσει αναγούλα, δεν επιτρέπεται να ‘χω γρίπη ή πονόλαιμο. Οφείλω να βγαίνω και να ‘μαι στις ομορφιές μου, να τραγουδάω καλά και να χαμογελάω, γιατί αλλιώς αλίμονό μου. Γιατί; Είμαι η Μπίλι Χολιντέι και έχω περάσει πολλά» έγραφε στην αυτοβιογραφία της, Η Κυρία Τραγουδάει τα Μπλουζ.
Τα προβλήματά της με τον νόμο ξεκινούν το 1947. Συλλαμβάνεται για κατοχή και χρήση ναρκωτικών και καταδικάζεται σε φυλάκιση ενός έτους σε φυλακή της Βιρτζίνια. Θα ακολουθήσει άλλη μία σύλληψη στο Σαν Φρανσίσκο, δύο χρόνια αργότερα.
Η αστυνομία δεν την αφήνει μέχρι τον θάνατό της. Η Μπίλι που αργοπεθαίνει από τα ναρκωτικά, μεταφέρεται σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης τον Μάιο του 1959 με κίρρωση του ήπατος. Πεθαίνει στις 17 Ιουλίου, αφήνοντας στην τράπεζα μόλις δέκα σεντς, αλλά έναν θησαυρό τραγουδιών.
Πηγή: ΒΗΜΑ