Η politically correct εκδοχή λέει πως όταν έχεις πολιτευτεί ως ο μεγάλος σταυροφόρος κατά του λαϊκισμού δεν πας σε παροχές εν μέσω δημοσιονομικών και νομισματικών συμπληγάδων. Και οι αγορές λένε, καθαρά, πως από την στιγμή που η Κριστίν Λαγκάρντ αποφάσισε να αποσωληνώσει την ελληνική οικονομία από το εγγυημένο και φθηνό χρήμα της ΕΚΤ, κάθε κίνηση της Αθήνας θα ζυγίζεται διπλά και τριπλά και θα αξιολογείται – ενδεχομένως και θα τιμωρείται – αναλόγως.
Σε γενικές γραμμές περίπου τα ίδια λένε και οι καθ΄ύλην αρμόδιοι της κυβέρνησης.
Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας λέει πως περιθώρια για μειώσεις φόρων δεν υπάρχουν και ήρθε η ώρα «να μαζευτούμε δημοσιονομικά». Και ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Αλέξης Πατέλης λέει πως προτεραιότητα έχει η ανάπτυξη, η διασφάλιση επενδυτικής βαθμίδας γα την χώρα και ότι, ακόμη, ο ίδιος ως οικονομολόγος δεν αντιλαμβάνεται το αίτημα για μείωση του ΦΠΑ. Διότι αφενός δεν υπάρχει εγγύηση ότι θα φθάσει στους καταναλωτές και δεν θα την απορροφήσουν οι επιχειρήσεις και, αφετέρου, ούτε στην δεκαετία του ’80, όταν είχαμε διψήφιο πληθωρισμό, ζητούσε κανείς μείωση ΦΠΑ.
Παρεμπιπτόντως εδώ, ο ρόλος του εγγυητή είθισται να ανήκει στο κράτος, στην δε δεκαετία του ’80 πέραν του διψήφιου πληθωρισμού υπήρχε και Αυτόματη Αναπροσαρμογή μισθών. Παρά ταύτα, και η θέση Πατέλη και θέση Σταϊκούρα παραμένει politically, και δημοσιονομικά, ορθή.
Το πρόβλημα είναι ότι, από την άλλη πλευρά, η κοινωνική πραγματικότητα λέει πως η κρίση της ακρίβειας και του πληθωρισμού εξελίσσεται ραγδαία σε κρίση κόστους διαβίωσης. Και, εξίσου ορθώς, ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να λέει ότι «τα νοικοκυριά δεν έχουν να βγάλουν το μήνα και η κυβέρνηση κάνει πάρτι με δημόσιο χρήμα». Και ο Μιχάλης Κατρίνης, πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΙΝΑΛ μπορεί να συμπληρώνει ότι
«O κ. Σταϊκούρας, ο κ. Πατέλης μάς συστήνουν δημοσιονομική πειθαρχία με ιδιωτικό χρέος 300 δισεκατομμύρια ευρώ, με απλήρωτους φόρους 6 δισεκατομμύρια ευρώ, με τον τζίρο στην Ελλάδα να έχει πέσει 30%».
Η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο αυτές «ορθότητες» εγκλωβίζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και, μαζί με τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν να απομακρύνεται όλο και περισσότερο ο στόχος της αυτοδυναμίας, ευθύνεται για τους πολιτικούς ιλίγγους και το σύνδρομο απώλειας αυτοπεποίθησης που εμφανίζει εσχάτως η κυβέρνηση. Επαναφέροντας, με ένταση, στο προσκήνιο την προοπτική των άμεσων, πρόωρων εκλογών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι εισηγήσεις για ταχεία προσφυγή στις κάλπες προέρχονται πλέον και από βασικά στελέχη του πρωθυπουργικού επιτελείου που δείχνουν ως ύστατο ευνοϊκό ορίζοντα για την κυβέρνηση τις αρχές του καλοκαιριού.
Το σκεπτικό τους είναι ότι το πολιτικό κόστος από το κύμα της ακρίβειας μπορεί να αποδειχθεί καταλυτικό, ότι άμεση ύφεση στην ενεργειακή κρίση δεν αναμένεται – η Κομισιόν στην χθεσινή της έκθεση προειδοποίησε για πολύμηνες πιέσεις και τριπλασίασε την πρόβλεψή της για τον πληθωρισμό στην Ελλάδα -, και ότι το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα που θα κατατεθεί την άνοιξη θα αποκαλύψει αναγκαστικά και τις δεσμεύσεις δημοσιονομικής προσαρμογής που έχει αναλάβει η Αθήνα έναντι των Βρυξελλών.
Επιπλέον, δείχνουν ως νέο, επικίνδυνο και απρόβλεπτο, πολιτικό παράγοντα, το ΚΙΝΑΛ του Νίκου Ανδρουλάκη που διεμβολίζει το κέντρο και θέτουν το ερώτημα ποιος θα είναι τελικά ο κερδισμένος και ποιος ο χαμένος από μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο 16 μηνών.
Στο δια ταύτα, προτείνουν εκλογές έως το τέλος της άνοιξης με ένα μίγμα λελογισμένων παροχών – κι εδώ, ίσως, έχει αξία το σημερινό πρωτοσέλιδο των «Νέων» που γράφουν ότι εξετάζεται σχέδιο μείωσης φορολογικών συντελεστών για την μεσαία τάξη, και συγκεκριμένα, για τα εισοδήματα από 10.000 έως 40.000 ευρώ.
Είναι ένα σχέδιο, που ενδεχομένως θα μπορούσε να περάσει και από τις Βρυξέλλες στην λογική των μεταρρυθμίσεων και της διαρθρωτικής φορολογικής παρέμβασης.
Ο αντίλογος, επίσης εντός Μαξίμου, λέει ότι η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες θα χρεώσει προσωπική αναξιοπιστία στον πρωθυπουργό, ότι θα αποτελέσει κίνηση υψηλού ρίσκου για την οικονομία στην τρέχουσα διεθνή συγκυρία και πως μια διπλή εκλογική αναμέτρηση με απειλή κυβερνητικής αστάθειας μπορεί να εκτοξεύσει το κόστος δανεισμού και να αφυπνίσει τα φαντάσματα της κρίσης χρέους.
Ενδεχομένως, μπορεί να αφυπνίσει μαζί και τα – εγχώρια και ευρωπαϊκά – σενάρια για κυβέρνηση τεχνοκρατών. «Η παροχολογία κοστίζει, οικονομικά και πολιτικά», είναι εδώ το χαρακτηριστικό σχόλιο της «Καθημερινής».
Οι ίδιες πληροφορίες λένε πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει πάρει τελικές αποφάσεις. Το ζητούμενο όμως, όπως τίθεται χαρακτηριστικά από γαλάζια στελέχη, ίσως δεν είναι πλέον εάν ο πρωθυπουργός θέλει πρόωρες εκλογές αλλά το εάν μπορεί να τις αποφύγει. Το κλίμα που μεταφέρουν βουλευτές της περιφέρειας είναι εξαιρετικά βαρύ, ακόμη και από εκλογικά προπύργια της ΝΔ. Και εικόνες όπως εκείνες της αποδοκιμασίας του Αδωνι Γεωργιάδη στην Καστοριά ξυπνούν μνήμες μνημονιακών εποχών – μνήμες, που δεν είχαν συνυπολογιστεί στον επικοινωνιακό σχεδιασμό του Μαξίμου, ούτε χωρούν στο προφίλ της κυβερνητικής παντοδυναμίας…