– Γειά σας, είμαι ο Φίλιππος.
– Γειά σου Φίλιππε.
Δεν ξέρω, τα νοιώθετε κι εσείς με τη μια αυτά τα παιδιά που αυτό που λένε το εννοούν;
Που δεν προσποιούνται την ευγένεια, την άνεση, το συναίσθημα, το ο,τιδήποτε;
Με το «Φίλιππος» με είχε, βέβαια.
Είναι επειδή έχω κι έναν Φίλιππο σ’ εκείνο το ειδικό μέρος που βάζουμε τα «παιδιά μας» που δεν είναι ακριβώς παιδιά μας αλλά είναι πιο κι από παιδιά μας, εκείνα τα παιδιά που φεύγει η μαμά τους ένα πρωί και σου λέει «λίγο το νου σου στο Φιλίπ» και μετά έρχεται ο Φιλίπ, κοτζάμ γάιδαρος στο μεταξύ ο Φιλίπ, και σου λέει μια μέρα δακρυσμένος «Μαρία, είμαι στενοχωρημένος, να σου πω;» και λες «τώρα μάς πιάσανε Μαρία, γι αυτή τη στιγμή γεννηθήκαμε, που ήρθε ο κοτζάμ γάιδαρος και θέλει σαπόρτ».
Κι εκεί ειναι που ελέγχεσαι ως «γονιός» και άμα περάσεις, είσαι μετά ένα μέτρο πάνω από τη γη. Για πάντα.
Αλλά τι έλεγα;
Α, ναι, για το Φίλιππο.
«Και τι κάνεις παιδί μου Φίλιππε εσύ στη ζωή σου;»
Θέλεις να πεθάνεις λίγο όταν την κάνεις αυτήν την ερώτηση, αλλά τι άλλο να ρωτήσεις ένα 16χρονο που έρχεται ένα ωραίο απόγευμα στο σπίτι σου με την κόρη σου και σε βρίσκει στον καναπέ -σε τρανς- να προσποιείσαι (στον εαυτό σου) ότι βλέπεις Νέτφλιξ;
– Θέλω να ασχοληθώ με την υποκριτική, σου απαντάει ο Φίλιππος κι εκεί παλεύει μέσα σου -στο τρανς- το «ωχ, ένας που θέλει να γίνει ηθοποιός», με το «αχ τι ωραία, ένας που θέλει να γίναι ηθοποιός».
-Για πες Φίλιππε.
(Ας δείξω ενδιαφέρον)
Και μετά ο Φίλιππος σε αφήνει μαλάκα.
– Θέλω να σπουδάσω Φιλοσοφία και να κάνω μεταπτυχιακό στη Δραματουργία. Και όταν τα τελειώσω αυτά θα ήθελα να πάω στο Τζούλιαρντ, ξέρετε στη Νέα Υόρκη (ξέρω, φυσικά και ξέρω) για να δοκιμάσω την τύχη μου στην υποκριτική. Αλλά ξέρετε (ξέρω, φυσικά και ξέρω), είναι σχεδόν άπιαστο όνειρο αυτό, πολύ λίγοι μπαίνουν, αλλά θα το προσπαθήσω.
Φύγανε η Λάουρα με το Φίλιππο, να πάνε βόλτα.
Σηκώθηκα από το τρανς να ντυθώ να βγω κι εγώ.
Ο Φίλιππος θέλει να πάει στο Τζούλιαρντ, ο Άλεξ στην Κοινωνιολογία, η Λάουρα στην Καλών Τεχνών, η Ιωάννα έχει χαωθεί στα δικά της κι έχει χάσει λίγο το στόχο, αλλά θα τη βοηθήσουμε να τον βρει, ο Φιλίπ θέλει να πάει στην Γερμανία να κάνει τουριστικά, όλοι τους κάπου στέκονται απέναντι στο μέλλον.
Είναι 15, 16, 17 και κάπου στέκονται. Κάτι κοιτάνε.
Το μέλλον· ως πιθανότητα, ή ως χάος.
Στεκομαστε απέναντί τους -σε τρανς- αμήχανοι.
Τους πληρώνουμε τα φροντιστήρια, τους νουθετούμε, συζητάμε για τους βαθμούς τους, τις επιδόσεις τους, την «ανάπτυξη» που θα φέρει δουλειές του δίφραγκου, αλλά δεν κάνουμε το βασικότερο:
Δεν τους κληροδοτούμε ένα βιώσιμο και δημιουργικό μέλλον.
Δεν ξέρω καν πλέον αν υπάρχει αυτό το βιώσιμο και δημιουργικό μέλλον.
Φοβάμαι ότι οι περισσότεροι, όπως μεγαλώνουμε, βλέπουμε μόνο ως εκεί που θα πάει η δική μας ζωή, 10-20 χρόνια και μετά ποιος νιάζεται;
Κι έρχεται ρε σεις ο Φίλιππος και σου λέει «θέλω να πάω στο Τζούλιαρντ, ξέρετε είναι σχεδόν αδύνατο, αλλά θα προσπαθήσω» και βγαινεις από το τρανς και θυμάσαι ότι η ζωή δεν τελειώνει με σένα, αγαπημένε μου μεσήλικα, ούτε καν.
Και λες, «ουπς, σήκω από το γαμημένο τον καναπέ, Μαρία», έχουμε πρότζεκτ:
Να κάνουμε το μέλλον βιώσιμο.
Να έχουν αέρα να αναπνέουν.
Γη να πατάνε.
Πόρους για να ζουν.
Και να μπορούν όλοι οι Φίλιπποι του πλανήτη να πάνε στο Τζούλιαρντ.
Απ όπου κι αν ξεκίνησαν.