Η Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) εστιάζει στην πρόταση για ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ: «Αξίζει να συζητηθεί σοβαρά το αίτημα των προέδρων της Λιθουανίας και της Πολωνίας να δοθεί τώρα καθεστώς υποψήφιας χώρας στην Ουκρανία.
Προφανή είναι και τα αντεπιχειρήματα, αν ρίξουμε μια ματιά στην Ουκρανία: Σε πολλούς τομείς, στη δικαιοσύνη για παράδειγμα, οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν προχωρήσει στον βαθμό εκείνο που θα δικαιολογούσε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα ήταν καλύτερα να συζητήσουμε με την Ουκρανία την υλοποίηση συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων, αντί να χάνουμε τον χρόνο και την ενέργειά μας με μία συζήτηση για το καθεστώς υποψήφιας χώρας. Πλην όμως, οι καιροί δεν είναι φυσιολογικοί. Η αντίδραση της ΕΕ στην επιθετική ενέργεια εναντίον της Ουκρανίας δεν μπορεί να περιορίζεται στην επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας».
Για το ίδιο ζήτημα η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt επισημαίνει: «Το 2008 η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ είχε απορρίψει την αίτηση ένταξης της Ουκρανίας. Και ήδη στη Γερμανία ακούγεται ότι θα ήταν πρακτικό να παραμείνει η χώρα υποψήφια για μεγάλο διάστημα – αλλά μέχρι εκεί και τίποτε περισσότερο. Η Ουκρανία χρειάζεται μία ρεαλιστική προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Σε διαφορετική περίπτωση παραμένει εγκλωβισμένη στο πουθενά, όπως ακριβώς θα επιθυμούσαν η Μόσχα και το Πεκίνο».
Το «τίμημα της ελευθερίας»
Τι γίνεται όμως με τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί ήδη πριν από την εισβολή στη Ρωσία; Η Süddeutsche Zeitung παρατηρεί: «Οι νέες κυρώσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ είναι μάλλον απίθανο να εντυπωσιάσουν ιδιαιτέρως τον ρώσο πρόεδρο Βλάντιμιρ Πούτιν. Στην κλίμακα των διαθέσιμων επιλογών πρόκειται για μία σχετικά συγκρατημένη αντίδραση μετά τις εξαγγελίες από τον κυρίαρχο του Κρεμλίνου ότι θα αναγνωρίσει τα αυτονομιστικά εδάφη στην Ανατολική Ουκρανία, τα οποία μόνα τους δεν μπορούν να επιβιώσουν και τελικά θα τα προσαρτήσει, ακολουθώντας το ‘μοντέλο’ της Κριμαίας. Κι όμως, αυτή η πρώτη δόση αποτελεί σημαντικό μήνυμα για τον Πούτιν, από πολλές απόψεις. Η Δύση ξεκαθαρίζει πλέον ότι τα λόγια συνοδεύονται από αντίστοιχες πράξεις».
Από την πλευρά της η Leipziger Volkszeitung σχολιάζει τις πιθανές εξελίξεις στην αγορά ενέργειας με αφορμή το γερμανικό «φρένο» στον αγωγό Nord Stream 2: «Ανάμεσα σε όλες τις κακές ειδήσεις, αυτή είναι η καλή είδηση» αναφέρει η εφημερίδα της Λειψίας. «Όταν υπάρχουν λεφτά, η ενεργειακή κρίση αντιμετωπίζεται. Η γερμανική εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο οφείλεται κυρίως στην τιμή του. Ο Πούτιν πουλούσε πιο φτηνά από όλους. Τώρα θα αυξηθούν οι τιμές. Σε τελική ανάλυση αυτό είναι το τίμημα της ελευθερίας».
«Πλοκάμια» του Πούτιν στα Βαλκάνια
Η εφημερίδα Die Welt εκτιμά ότι ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλάντιμιρ Πούτιν εξαπλώνει την επιρροή του σε πολλές βαλκανικές χώρες, εντός και εκτός ΕΕ. Συγκεκριμένα, η ανταποκρίτριά της γερμανικής εφημερίδας στην Αθήνα επισημαίνει: «Εκτός από τη Μαύρη Θάλασσα και τα πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, η Μόσχα εστιάζει στα διάδοχα κράτη της πρώην Γιουγκοσλαβίας, τα οποία συχνά τελούν υπό την επιρροή φιλορωσικών δυνάμεων. Στη Σερβία αυτή η τακτική γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Το επόμενο πρωί μετά την αναγνώριση των αυτονομιστικών εδαφών στην Ανατολική Ουκρανία από τον ρώσο πρόεδρο Βλάντιμιρ Πούτιν και την αποστολή στρατευμάτων στην περιοχή, η φιλοκυβερνητική σερβική εφημερίδα Informer κυκλοφορούσε με τίτλο: ‘Οι Αμερικανοί βυθίζουν τον κόσμο στο χάος – Η Ουκρανία επιτίθεται στη Ρωσία’. Ο πρόεδρος Αλεξάνταρ Βούτσιτς αρνείται να ευθυγραμμίσει την εξωτερική πολιτική του με την ΕΕ, παρότι η Σερβία είναι επισήμως υποψήφια χώρα. Αντ’ αυτού ο Βούτσιτς προσανατολίζεται προς τη Μόσχα και το Πεκίνο».
Πηγή: DW