Στο ερώτημα του τίτλου, η εύκολη απάντηση είναι καταφατική. Πάντοτε έχουν νόημα τέτοιες συναντήσεις στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, δεδομένου πως, όπως έχει αποδειχθεί κατά το παρελθόν, δημιουργούν συνθήκες άτυπου μορατόριουμ στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Έχει, ωστόσο, επίσης αποδειχθεί πως αυτές οι μικρές “ανακωχές” δεν διαρκούν παρά ελάχιστα και επ΄ ουδενί δεν κατευνάζουν τον στρατηγικό αναθεωρητισμό της Άγκυρας.
Προκληθείς από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην συζήτηση στη Βουλή για το Ουκρανικό –ο Αλέξης Τσίπρας είχε, άλλωστε, εδραιώσει μία τέτοια αλληλουχία συναντήσεων, παρά τις τουρκικές προκλήσεις, υπό το πρίσμα της εκτίμησης (όπως έλεγαν στενοί συνεργάτες του) ότι αυτές εξασφαλίζουν τουλάχιστον τρεις μήνες σχετικής ηρεμίας– ο πρωθυπουργός άνοιξε διάπλατα το παράθυρο αυτής της προοπτικής.
«Είμαι έτοιμος να συναντηθώ με τον πρόεδρο Ερντογάν ενδεχομένως και η συγκυρία αυτή θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια τέτοια συνάντηση», ξεκαθάρισε ο πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της δευτερολογίας του στη Βουλή, προσθέτοντας ότι ποτέ δεν έχει κλείσει την πόρτα του διαλόγου.
«Δεν είμαι λοιπόν αντίθετος σε μια τέτοια προοπτική ούτε η χώρα κλείνει την πόρτα του διαλόγου. Προσερχόμαστε με πίστη στα επιχειρήματα μας και τώρα πιστεύω με το πρόσθετο προηγούμενο του πόσο σημαντικές είναι οι συμμαχίες σε μία εποχή που βρισκόμαστε απέναντι σε δυνάμεις που πρεσβεύουν τον αναθεωρητισμό. Όλοι έχουν αντιληφθεί ότι ο αναθεωρητισμός στην πράξη μπορεί να έχει τεράστιο κόστος», προσέθεσε χαρακτηριστικά. Είσαι σαφές πως στο σημείο αυτό διαμορφώθηκε μία ακόμα σύγκλιση μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, σε πείσμα όσων εκκινώντας από αφετηρίες μικροκομματισμού επιδιώκουν να αναπαραγάγουν μόνο τις αντιθέσεις.
Είναι αλήθεια πως μέχρι και το πρόσφατο ναυάγιο του τελευταίου γύρου των διερευνητικών επαφών τέτοιες συνθήκες δεν υπήρχαν. Ο τουρκικός αναθεωρητισμός έφτασε στο υψηλότερο σημείο έντασης των τελευταίων ετών με την επιστολή Τσαβούσογλου στον ΟΗΕ δια τις οποίας συνδέεται η απαίτηση της αποστρατιωτικοποίησης νησιών του Αιγαίου με την ελληνική κυριαρχία σε αυτά. Προηγήθηκαν και ακολούθησαν σκληρές επιθέσεις εκ μέρους της Τουρκίας που έδειξαν πως ο Ταγίπ Ερντογάν σκοπεύει να αναβαθμίσει τις διεκδικήσεις του.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ωστόσο, και η συμπαγής αντίδραση της Δύσης αποτελούν, από την άλλη, μία νέα πολύ σημαντική διάσταση στην γεωπολιτική θεώρηση των ΗΠΑ και, κυρίως, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποτελεί ένα “game changer” σε μία ιστορική καμπή που εισάγει τους διεθνείς συσχετισμούς δυνάμεων σε μία περίοδο “ψυχρού πολέμου” που δεν θα παρέλθει γρήγορα.
Ο ρωσικός αναθεωρητισμός και η αιφνίδια χειραφέτηση της Ε.Ε ως προς την ανεκτική στάση που τηρούσε έναντι της Μόσχας τα προηγούμενα χρόνια ίσως αποτελέσουν μία νέα ανάγνωση σχετικά με κάθε έκφραση αναθεωρητισμού. Η Τουρκία, έναντι της οποίας η Ευρώπη κράτησε προκλητικά ανεκτική και εν τέλει υποκριτική στάση, είναι το ηχηρότερο “αντίγραφο” του υποδείγματος Πούτιν.
Η Ελλάδα συντάχθηκε πλήρως με την σκληρή στάση της Ε.Ε κατά της Ρωσίας.Υιοθέτησε (στο πλαίσιο της απόφασης της ΚΕΠΑ) ακόμα και την αποστολή στρατιωτικού υλικού που σηματοδοτεί την έμμεση αλλά σαφή εμπλοκή της στον άτυπο πόλεμο αντιποίνων κατά της Μόσχας. Διέρρηξε, μάλιστα, ακόμα και τις σχέσεις της με την Ρωσία (ιδιαίτερα μετά τις απώλειες ομογενών μας και τις προκλητικές ανακοινώσεις της ρωσικής πρεσβείας), σπάζοντας μια μακρά παράδοση ανοικτών διαύλων επικοινωνίας και συνεργασίας, παρά την σαφή και αδιατάρακτη ένταξη της χώρας μας στους δυτικούς συνασπισμούς δυνάμεων.
Την ίδια ώρα, ο Ερντογάν κρατά στάση επιτήδειας ισορροπίας στην ουκρανική κρίση, εφοδιάζοντας με drones το Κίεβο αλλά συνομιλώντας και με τον Πούτιν. Προσπάθησε, μάλιστα, να φιλοξενήσει στην Κωνσταντινούπολη τις συνομιλίες των δύο αντιπροσωπειών, ενώ έκλεισε τα στενά του Βοσπόρου και τα Δαρδανέλλια -σε εφαρμογή της συνθήκης του Μοντρέ-, όχι, όμως, με τρόπο επιθετικό προς τη Ρωσία.
Σε παρέμβασή του για το θέμα αυτό Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, επισήμανε ότι η χώρα του δεν θα εγκαταλείψει τους δεσμούς που έχει με τη Ρωσία και την Ουκρανία και προσθέτοντας ότι η χώρα του περιορίζει τη διέλευση των πλοίων από τα στενά του Βοσπόρου και τα Δαρδανέλια προκειμένου να εμποδίσει την κλιμάκωση του πολέμου.
Υπό το πρίσμα όλων αυτών, η ελληνική διπλωματία έχει να αντιμετωπίσει νέες συνθήκες που εγκυμονούν κινδύνους αλλά δημιουργούν και ευκαιρίες:
–Η αντίληψη που επικρατεί πλέον στην Ε.Ε σχετικά με τον ακραίο αναθεωρητισμό του Βλαντιμίρ Πούτιν δίνει τη δυνατότητα στην Αθήνα, αφενός να υπενθυμίσει στους εταίρους και συμμάχους την υποκριτική στάση τους στις εκδηλώσεις επιθετικού αναθεωρητισμού της Άγκυρας τα προηγούμενα χρόνια, αφετέρου να καταγράψει την ανάγκη να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο αυτό στο μέλλον με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αντιμετωπίστηκε η ρωσική παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου. Δεν μπορεί, δηλαδή, η Ε.Ε να συναινεί σχεδόν ακαριαία σε ένα τεραστίων διαστάσεων πακέτο κυρώσεων στη Ρωσία (το οποίο, ας σημειωθεί, πλήττει σοβαρά και την ίδια την Ευρώπη), και από την άλλη ο Ζοζέπ Μπορέλ να χάνει άσκοπα και προκλητικά διπλωματικό χρόνο -για περίπου τρία χρόνια- και να μην εκπονεί σχέδιο εξειδικευμένων κυρώσεων κατά της Τουρκίας.
–Η ουκρανική κρίση θα φτάσει κάποια στιγμή στο τραπέζι της διπλωματίας (όλοι ευχόμαστε αυτό να συμβεί σύντομα) και σε αυτό ο Ερντογάν κάνει ότι μπορεί να δώσει το παρών, αξιοποιώντας τις σχέσεις του με το Κίεβο και τη Μόσχα, αλλά και την “λελογισμένη” (γι αυτόν) υιοθέτηση των αμερικανικών θέσεων. Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα το επιτύχει, όμως θα επιχειρήσει να πάρει διπλωματικό προβάδισμα. Εάν, όμως, συμβεί κάτι τετοιο είναι πιθανό Ευρωπαίοι και Ηνωμένες Πολιτείες να υποβαθμίσουν την αναθεωρητική επιθετικότητά του προς την Ελλάδα και να τον εντάξουν στη νέα γεωπολιτική ατζέντα. Συνέβη, άλλωστε, και στην περίπτωση της Λιβύης αλλά και της Συρίας. Από την άλλη, η Αθήνα με την απόλυτη ευθυγράμμισή της στην στρατηγική του ΝΑΤΟ και των Βρυξελλών χάνει, έως ένα βαθμό, το πλεονέκτημα που είχε, αυτό, δηλαδή, των ανοικτών διαύλων με τη Μόσχα. Εκείνη την ώρα, λοιπόν, που η διπλωματία θα πάρει τη σκυτάλη, είναι πιθανό η Τουρκία να βρεθεί ένα βήμα μπροστά.
–Γι’ αυτό και η ώρα της ανάδειξης της βραδυφλεγούς βόμβας του τουρκικού αναθεωρητισμού και των αναλογιών που έχει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία με τις απειλές της Άγκυρας κατά της Ελλάδας είναι τώρα και όχι αργότερα. Δεν είναι, πιθανότατα, εύκολο, καθώς οι Ευρωπαίοι ίσως αισθανθούν πως δεν μπορούν να διαχειριστούν ταυτόχρονα και παράλληλα ένα ακόμα δύσκολο πρόβλημα (ελληνοτουρκικά), όμως η καταγραφή των συσχετισμών είναι απαραίτητη, έστω και ως παρακαταθήκη για το επόμενο διάστημα.
Τούτων δοθέντων, μία συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο έχει νόημα και αξία, αρκεί να είναι καλά προετοιμασμένη και να διαθέτει το “πράσινο φως” των εταίρων. Τόσο ο Νίκος Δένδιας, όσο και η διπλωματική σύμβουλος του πρωθυπουργού Ελένη Σουράνη, πρέπει να ξοδέψουν χρόνο και κόπο το επόμενο διάστημα προς την κατεύθυνση αυτή. Η τοποθέτηση στη “σωστή πλευρά της Ιστορίας”, όπως δηλώνει ο κ. Μητσοτάκης –ενδεχομένως λίγο υπερφίαλα, διότι ουδέποτε εδώ και πολλά χρόνια η χώρα μας βρέθηκε σε άλλη πλευρά– πρέπει να επιβεβαιωθεί και από εκείνους που βρίσκονται στην ίδια πλευρά.
Εφόσον, δηλαδή, η ευρωπαϊκή αντίδραση στον ρωσικό αναθεωρητισμό περιοριστεί μόνο σε αυτόν και συνεχίσει να παραβλέπει την παραβίαση των κανόνων Διεθνούς Δικαίου από τον Ερντογάν, η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να συνεχίσει να κινείται επί ξυρού ακμής και να προβάλλει μόνο την διάσταση της αναβάθμισης της ισχύος της και της κούρσας των εξοπλισμών που “ματώνει” την οικονομία μας και δεν παράγει λύσεις.
Καλά είναι τα λόγια περί διεθνών συμμαχιών, η Ελλάδα πρέπει να απαιτεί και έργα…