Πριν μερικές μέρες μια έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την κατάσταση της οικονομίας στην Πορτογαλία κατέδειξε πως η χώρα, παρά το γεγονός ότι εξήλθε από τα δεσμά του μνημονίου, αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα, κινδυνεύει να εισέλθει εκ νέου σε ύφεση, το δε χρέος της έχει εκτοξευθεί σε εξαιρετικά επικίνδυνα ύψη και, πιθανότατα, απαιτείται αναδιάρθρωσή του. «Οπωσδήποτε «, αναφέρει η έκθεση του ΔΝΤ, «απαιτούνται νέα δημοσιονομικά μέτρα».
Προ μερικών εβδομάδων, μια άλλη έκθεση επισήμανε την εκτόξευση του ιταλικού χρέους που ξεπερνά, πλέον, τα 2,1 τρις ευρώ, καθώς και τα σοβαρότατα διαρθρωτικά προβλήματα της ιταλικής οικονομίας, κάτι που δεν είναι άσχετο από την πολιτική στροφή της κυβέρνησης του ήπιου Ματέο Ρέντσι σε μια πιο αυστηρή στάση έναντι του δημοσιονομικού «ευαγγελίου» που διαλαλεί όπου σταθεί και όπου βρεθεί ο «πάπας» της δημοσιονομικής «καθαρότητας» Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε και ακραίοι συντηρητικοί κύκλοι στον λεγόμενο γερμανικό αστερισμό κρατών.
Τον κώδωνα του κινδύνου ότι η Γαλλία θα είναι το επόμενο τεραστίων διαστάσεων πρόβλημα για την Ευρωζώνη και την παγκόσμια οικονομία, κρούει, άλλωστε, μεταξύ πολλών άλλων, και ο αρθρογράφος των Financial Times Βόλφγκανγκ Μίνχάου, συγκρίνοντας την κατάσταση με την αλματώδη ανάπτυξη της Γερμανίας:
«Η γερμανική οικονομία καταγράφει υψηλά πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία φέτος φτάνουν περίπου το 8% του ΑΕΠ της χώρας. Το ποσοστό αυτό είναι πάρα πολύ μεγάλο. Ιδανικοί εταίροι για τη Γερμανία σε μια νομισματική ένωση θα ήταν άλλα μεγάλα εξαγωγικά κράτη, όπως για παράδειγμα η Ολλανδία. Όμως τέτοιου είδους κράτη υπάρχουν πολύ λίγα στην Ευρώπη και στην ευρωζώνη είναι πέντε ή έξι στο σύνολο των 19 χωρών. Η Γαλλία δεν ανήκει στην κατηγορία αυτή, όμως θα βρισκόταν στον πυρήνα των χωρών που ονειρεύεται ο Σόιμπλε, μόνο και μόνο για πολιτικούς λόγους».
Τίποτε δεν είναι, φυσικά, τυχαίο. Ο Φρανσουά Ολάντ ανέλαβε τις γνωστές πρωτοβουλίες για να κλείσει η ελληνική υπόθεση και να υπάρξει συμφωνία ώστε να αποφευχθεί το Grexit, όχι μόνο γιατί αποφάσισε να αντισταθεί στις επιταγές του Βερολίνου αλλά διότι γνωρίζει πως εάν –με την Ελλάδα- άνοιγε η πόρτα του φρενοκομείου ουδείς θα μπορούσε να ισχυρισθεί πως αργά ή γρήγορα δεν θα βρισκόταν και η γαλλική οικονομία με… ζουρλομανδύα.
Μέσα σε αυτό το εξαιρετικά αμφιβόλων προοπτικών ευρωπαϊκό περιβάλλον, Ελλάδα και κουαρτέτο επέτυχαν μία τεχνική συμφωνία που πρέπει, τώρα, να αναβαπτισθεί σε πολιτική, όπως εύστοχα διατύπωσε η εκπρόσωπος του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ.
Το έχουμε ξαναπεί: πρόκειται για μια συμφωνία εύθραυστη και σε αρκετά μεγάλο βαθμό μη εφαρμόσιμη. Η ελληνική οικονομία δεν θα αντέξει μια νέα και μάλιστα παρατεταμένη –τουλάχιστον μέχρι το 2018- περίοδο ύφεσης.
Το θετικό είναι πως αυτή την παραδοχή την αναγνωρίζουν, πλέον, ακόμα και οι εμπνευστές του 3ου μνημονίου. Το αρνητικό είναι πως, προσώρας, δεν έχουν να προσφέρουν καμία εναλλακτική πρόταση, το δε χειρότερο είναι ότι ακόμα δεν γίνεται ουσιαστική συζήτηση για αναπτυξιακά μέτρα και αναδιάρθρωση του χρέους.
Όμως, όσο κι αν όλες οι πλευρές που προσήλθαν Αυγουστιάτικα, και ως ένα βαθμό εν κρυπτώ, στην συγγραφή της συμφωνίας, προσποιούνται –διότι περί αυτού πρόκειται- πως το πολιτικώς αναγκαίο είναι και κοινωνικά και οικονομικά εφικτό, τα δύσκολα είναι μπροστά.
Με μία αισθητή ποιοτική διαφορά. Η ύπαρξη μιας συμφωνίας βάσης, ακόμα κι αν έχει το χαρακτήρα ενός εξαιρετικά δύσκολου νέου μνημονίου (μέρος του οποίου θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εφόσον η διαπραγμάτευση γινόταν με πολιτικά και τεχνικά επαρκέστερο τρόπο από την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα κατά τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης), είναι σαφώς καλύτερη από το να βρισκόμασταν σήμερα μπροστά σε ένα ναυάγιο που θα κρατούσε για καιρό ακόμα την Ελλάδα με …ενάμισι πόδι εκτός ευρώ.
Εάν μέσα στα επόμενα 24ωρα δεν υπάρξει εμπλοκή από εκείνους που δια της Ελλάδας επιχειρούν να ναρκοθετήσουν το ευρωζωνικό «σύνολο» και να το περιορίσουν σε μικρές «ευρωζώνες» διαφορετικών ταχυτήτων, η κυβέρνηση θα μπορέσει να βρει χρόνο να θέσει εκ νέου στο τραπέζι πτυχές του συνολικού οικονομικού προβλήματος.
Όμως, ας γίνει σαφές τούτο: πρωτίστως, η κυβέρνηση Τσίπρα οφείλει να κυβερνήσει. Το νέο μνημόνιο δεν είναι το τέλος. Μπορεί να γίνει μία ήττα που θα λειτουργήσει ως εφαλτήριο. Η κυβέρνηση οφείλει να χειραφετηθεί και να πιστέψει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, κτίζοντας συμμαχίες –που μέσα από τα αδιέξοδα των τελευταίων εβδομάδων δείχνουν να σχηματοποιούνται- και, ταυτοχρόνως, να δημιουργήσει μια συνεκτική ομάδα που θα δρομολογήσει πραγματικές μεταρρυθμίσεις, διαρθρωτικά μέτρα και ένα σαφές 5ετές ή και 10ετές οικονομικό μοντέλο επανεκκίνησης της ανάπτυξης.
Δίχως ιδεολογικές αγκυλώσεις και με πολιτικό προσωπικό που θέλει να δουλέψει και όχι, απλώς, να περνά την ώρα του κάνοντας ασκήσεις «αριστεροσύνης» επί χάρτου…
Από την Επένδυση