Το ποσό των 2,3 εκατ. ευρώ ενέκρινε το Συμβούλιο υπουργών Γεωργίας της ΕΕ για τη στήριξη του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα και συγκεκριμένα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στον τομέα των γαλακτοκομικών προϊόντων και του χοιρινού κρέατος.
Για την αντιμετώπιση των ταμειακών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι αγρότε, κυρίως του γαλακτοκομικού τομέα, η συνολική βοήθεια στα 28 κράτη-μέλη της ΕΕ ανέρχεται σε 420 εκατ. ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση των τιμών παραγωγού.
Σχετικά με τη διανομή του ποσού προς τους αγρότες, ο αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Δημήτρης Μελάς ανέφερε ότι παρέχεται ευελιξία, ώστε η στήριξη να είναι στοχευμένη και αποτελεσματική σε τομείς που αντιμετωπίζουν σοβαρά και άμεσα προβλήματα.
Για τον ίδιο σκοπό, την αύξηση της ρευστότητας, δίνεται δυνατότητα να καταβληθούν στους γεωργούς αυξημένες προκαταβολές των άμεσων ενισχύσεων, μέχρι και 70%, αντί 50% που ισχύει σήμερα, πριν μάλιστα πραγματοποιηθούν οι επιτόπιοι έλεγχοι.
Εξάλλου, παρεμβαίνοντας στο Συμβούλιο ο κ. Μελάς υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, την ανάγκη να λυθούν τα ταμειακά προβλήματα των γεωργών, που είναι σοβαρότερα σε χώρες όπως η Ελλάδα. Ζήτησε μάλιστα η εισροή των κονδυλίων από την ΕΕ να γίνει το ταχύτερο δυνατόν, λαμβάνοντας υπόψη τις δημοσιονομικές δυσκολίες της χώρας.
Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι οι γεωργοί καλούνται ακόμη να ξεπεράσουν τις σοβαρές δυσκολίες της τρέχουσας συγκυρίας. Αλλά πρωτίστως χρειάζονται ένα πιο σταθερό ορίζοντα, μια μεσοπρόθεσμη προοπτική για να προγραμματίσουν τις επιλογές και τις επενδύσεις τους, στην προσπάθεια της απαραίτητης παραγωγικής μας ανασυγκρότησης, στα πρόθυρα μάλιστα της νέας προγραμματικής περιόδου.
«Στο πλαίσιο αυτό, οι αυξημένες προκαταβολές των άμεσων ενισχύσεων, στηρίζουν άμεσα το εισόδημα των γεωργών με ποσά που ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ και τονώνουν τη ρευστότητα και την οικονομική δραστηριότητα στην ύπαιθρο», πρόσθεσε ο αναπληρωτής υπουργός.
Σημείωσε, ωστόσο, ότι περισσότερο σημαντικές για τις προοπτικές της γεωργίας στην Ελλάδα είναι οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η Επιτροπή, να προωθήσει θέματα όπως η καλύτερη λειτουργία της αγοράς, η πιο δίκαιη κατανομή της προστιθέμενης αξίας, η μείωση του κόστους παραγωγής και η βιωσιμότητα των μικρών, οικογενειακού τύπου εκμεταλλεύσεων, στις περιφέρειες όπου οι συνθήκες παραγωγής και διακίνησης προϊόντων και εισροών είναι δυσχερέστερες.